Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Καλωσορίζοντας τον Ερατοσθένη Καψωμένο στη Λιβαδειά

Γράφει η Κωνσταντίνα Λάμπρου
Εκπαιδευτικός, Master Νεοελληνικής Φιλολογίας



Κύριε Διευθυντά,

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Αγαπητά μας παιδιά,



έχουμε σήμερα, την ιδιαίτερη τιμή και τη μεγάλη χαρά να υποδεχόμαστε στο σχολείο μας τον διακεκριμένο και επιφανή Νεοελληνιστή φιλόλογο, τον καθηγητή  Νεοελληνικής  Φιλολογίας, Θεωρίας της Λογοτεχνίας και Μεθοδολογίας ανάλυσης κειμένων στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, τον κύριο Ερατοσθένη Καψωμένο, τον οποίο και ευχαριστούμε από καρδιάς για την άμεση και θερμή ανταπόκριση στην πρόσκλησή μας για την εκδήλωση με θέμα «Οδυσσέας Ελύτης, Ο ποιητής του Αιγαίου».

Αξιότιμε κύριε Καθηγητά, θα χρειαζόταν πολύς χρόνος ακόμη και για μια σύντομη ανάγνωση της εργοβιογραφίας σας και, αναμφίβολα, πολύ περισσότερος για να αναλύσω εδώ, σήμερα, την προσφορά σας στην Επιστήμη της Νεοελληνικής Φιλολογίας, με βάση την πολυσχιδή σε όγκο και πρωτοτυπία πανεπιστημιακή σας έρευνα, που τυγχάνει, άλλωστε, όχι μόνο τοπικής αλλά και διεθνούς αναγνώρισης. Ωστόσο, δεν θα αποφύγω τον πειρασμό να αναφερθώ συνοπτικά στους κυριότερους σταθμούς της σχεδόν 50χρονης πορείας σας στο χώρο της Επιστήμης των Νεοελληνικών Γραμμάτων και για έναν επιπρόσθετο και, επιτρέψτε μου, ουσιαστικό λόγο : επειδή η λαμπρή σταδιοδρομία ενός εξέχοντος Πανεπιστημιακού δασκάλου αποτελεί, ασφαλώς, ένα πολύ ισχυρό θετικό πρότυπο για τους παρόντες, τους μαθητές και τις μαθήτριές μας, εννοώ, οι οποίοι καθημερινά, στην τόσο συγκεχυμένη και αποπροσανατόλιστη εποχή μας, κατακλύζονται, σχεδόν αποκλειστικά, από πληθώρα αρνητικών προτύπων αμφιβόλου ή και χαμηλής ποιότητας, τα οποία διοχετεύονται κυρίως μέσω των ΜΜΕ, αλλά, δυστυχώς, όχι μόνο από αυτά.

    Ο κ. Ερατοσθένης Καψωμένος έχει διατελέσει από το 1983 ως το 1987 Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής, Πρόεδρος του τμήματος Φιλολογίας και επανειλημμένα Διευθυντής του Τομέα Μεσαιωνικής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Είναι, επίσης, πτυχιούχος και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με μεταπτυχιακές σπουδές στην Αισθητική - Θεωρία της Τέχνης και του Πολιτισμού και την Υφολογία – Σημειωτική της Λογοτεχνίας, στο Παρίσι. Εξάλλου, είναι ο εισηγητής της δομικής και σημειολογικής Θεωρίας της Λογοτεχνίας καθώς και της Στατιστικής υφολογίας, τόσο στο πεδίο της έρευνας όσο και στο πεδίο της πανεπιστημιακής διδασκαλίας. Έχει λάβει μέρος σε πολλά τοπικά και διεθνή συνέδρια και έχει οργανώσει στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων υπέρ τα 20, ως πρόεδρος ή μέλος Οργανωτικών Επιτροπών. Υπήρξε ο ιδρυτής της πανεπιστημιακής εκδοτικής σειράς «Νεοελληνικές Έρευνες» (από το 1972-1988) και ήταν υπεύθυνος των αντίστοιχων ερευνητικών προγραμμάτων. Ως επιστημονικός υπεύθυνος στα Διαπανεπιστημιακά Προγράμματα Συνεργασίας Erasmus, Lingua και Socrates στον Τομέα της Νεοελληνικής Γλώσσας και  Λογοτεχνίας με πρόσκληση των αντίστοιχων Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων έχει πραγματοποιήσει επισκέψεις διδασκαλίας σε πολλά ξένα Πανεπιστήμια. Επίσης, διετέλεσε μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής για την Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία της Commission με έδρα την Κολονία και μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της Διεθνούς Σημειωτικής Εταιρείας (από το 1984-1993 και από το 1995-1999), καθώς και Αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Σημειωτικών Εταιρειών των Βαλκανικών χωρών.

Θα αρκεστώ, υποχρεωτικά, σε αυτά, καθώς δεν έχω τη δυνατότητα του χρόνου για να εξαντλήσω το διεθνούς εμβέλειας και υψηλού κύρους επιστημονικό έργο του κ. Καψωμένου, με την πεποίθηση, όμως, ότι και με μόνο αυτά αποτελεί ένα αρκούντως εύγλωττο παράδειγμα και δίδαγμα για τα παιδιά, όπως, άλλωστε, κάθε σημαντικό έργο, κάθε έργο ενδεδυμένο με αξία.

Κύριε Καθηγητά, επιτρέψτε μου, καταρχάς, να εστιάσω σε δύο παραμέτρους του έργου σας που θεωρώ ως τις κατεξοχήν σημαντικές. Η πρώτη συνάπτεται με το αμιγώς επιστημονικό πεδίο και αφορά αποκλειστικά στους Φιλολόγους της Μέσης Εκπαίδευσης, για τους οποίους, για όλους εμάς, αποτελεί σταθερά όλα αυτά τα χρόνια έναν φωτεινό οδοδείχτη αλλά και έναν πολύτιμο σύμμαχο στη διδασκαλία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας – ένα μάθημα εξαιρετικά γοητευτικό αλλά και ιδιαίτερα απαιτητικό στη σωστή του διάσταση, και γι’ αυτό δυσπρόσιτο για τους μαθητές που φοιτούν στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Ενδεικτικά και σχετικά με αυτό, θα αναφερθώ σε μερικά μόνο από τα βιβλία και τις μελέτες σας που μας «συμπαραστέκονται» τόσα χρόνια στο δύσκολο αυτό έργο: Ο Σολωμός και η ελληνική πολιτισμική παράδοση, Εισαγωγή στην Ποίηση του Σικελιανού, Δημοτικό τραγούδι. Μια διαφορετική προσέγγιση, Ο ποιητής Ελύτης. Ερμηνευτικά ζητήματα, Η αφηγηματική τέχνη του Ν. Καζαντζάκη, Το υπερρεαλιστικό κείμενο. Προβλήματα Θεωρίας και μεθόδου, που αποτελούν, μαζί με πολλά άλλα, για κάθε φιλόλογο τις προϋποθέσεις για την επιτυχή μετάδοση και μετάγγιση στους μαθητές τόσο της γνώσης όσο και, κυρίως, της αγάπης για τα Νεοελληνικά Λογοτεχνικά μας Κείμενα.

Η δεύτερη υπερβαίνει, κάπως, το στενά περιορισμένο επιστημονικό πλαίσιο, χωρίς, ωστόσο, να αφίσταται αυτού, και αφορά στον δημόσιο κριτικό σας λόγο, ως ανθρώπου του πνεύματος και ως Πανεπιστημιακού δασκάλου. Ιδιαίτερα, στην παρούσα εξαιρετικά δυσχερή συγκυρία, κατά την οποία η πατρίδα μας διέρχεται  μια συστημική, πολυεπίπεδη και πρισματικά πολύπλευρη κρίση, θα ήταν παράλειψη να μην αντιδιαστείλω αυτήν την πνευματικά έντιμη δημόσια κριτική σας στάση από την άλλη, την συνήθη, αυτήν της πλειονότητας των πνευματικών ταγών της χώρας, η οποία αναλώνεται, στην καλύτερη περίπτωση, σε ανεδαφικές και νεφελώδεις προτάσεις για την άρση του αδιεξόδου - και μάλιστα ανελλιπώς και αδιαλείπτως από τηλεοράσεως -  και στη χειρότερη, στην αναπαραγωγή ή και στην άκριτη  υπηρέτησή της.

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, λοιπόν, στη μεταμοντέρνα εκδοχή του «τόσο τυραννισμένου από φόβο κόσμου» μας – για να θυμηθώ τον Σεφέρη -, στην εποχή των ιδεολογικών κατασκευών και των θολών επανεφευρημάτων που, όσο επαναλαμβάνονται, άλλο τόσο επαναλαμβάνουν αφόρητα και ανούσια ποικίλες αρνητικές ετερότητες, ο λόγος σας, κύριε Καθηγητά, διαφοροποιείται ριζικά και  διαφέρει.  Διαφέρει «επικίνδυνα», θα τολμούσα να πω, επειδή δεν ανακυκλώνεται και δεν ανατροφοδοτείται ναρκισσιστικός και ατελέσφορος, αλλά αναλαμβάνει τον πνευματικά έντιμο κίνδυνο να προτείνει. Ωστόσο, όσο «επικίνδυνος» καθίσταται προφανώς αυτός ο λόγος, άλλο τόσο προβάλλει και ελπιδοφόρος, επειδή μόνο «όπου υπάρχει ο κίνδυνος, αυξάνεται και η ελπίδα για σωτηρία». Με άλλα λόγια, είναι λόγος διαυγής, εναργής, λόγος αιχμηρός και γι’ αυτό καίριος. Λόγος που εμφορείται από τη βαθιά επίγνωση του χρέους κάθε σημαντικού πνευματικού ανθρώπου και δασκάλου απέναντι στην Ιστορία : «φωτεινός» και βαθύτατα ελληνικός, όπως μας κληροδοτήθηκε, διαμέσου των αιώνων, από τον Όμηρο έως τον Ελύτη.

Στην πραγματικότητα, δεν είναι άλλος από τον ισχυρό κριτικό λόγο που προτάσσει, με υπευθυνότητα και σθένος, την ελληνική σκέψη, την ελληνική κοσμοαντίληψη και το ελληνικό ήθος, ό,τι δηλαδή συγκροτεί το μεσογειακό πολιτισμικό πρότυπο ζωής, ως καθολικό και οικουμενικό πρόταγμα, ενάντια στη βαρβαρότητα του δυτικού ορθολογισμού,  και ας μου επιτραπεί να δανειστώ εδώ και να μιλήσω με τα δικά σας λόγια: «ενάντια στο επιθετικό από τη φύση του μοντέλο που αξιώνει να επιβληθεί ως παγκόσμιο με την ολιστική ομογενοποίηση οικονομικών συστημάτων και πολιτισμών, ένα μοντέλο που οδηγεί στη μετάλλαξη του ανθρώπου στον εφιαλτικό μετ-άνθρωπο…»

Σε αυτό, λοιπόν, το τόσο απάνθρωπο σύγχρονο περιβάλλον, σε αυτήν την τόσο κρίσιμη καμπή της ελληνικής – της ευρωπαϊκής, αλλά  και της παγκόσμιας Ιστορίας - μάς χρειάζεται αυτός ο λόγος, ο τόσο δραματικά και επιτακτικά επίκαιρος. Αλλά, όσο μας χρειάζεται αυτός ο ζωντανός, ο έμψυχος Λόγος του πνεύματος άλλο τόσο μας χρειάζεται και έχουμε ανάγκη τον Λόγο της Ποίησης, για να επικαλεστώ τον σπουδαίο μας ποιητή, τον Οδυσσέα Ελύτη, που μας έχει, από καιρό, δείξει το δρόμο : «Τότε τι χρειάζεται η ποίηση σε μια τέτοια κοινωνία ηθικού χάους; Είναι ο μόνος χώρος, όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση».

Έτσι, αναπόφευκτα και μοιραία, θα έλεγα, ο πνευματικά ακέραιος Λόγος του πνεύματος δεν είναι δυνατόν να συναντηθεί σε κανέναν άλλο τόπο ούτε να συναρθρωθεί με τίποτε άλλο, τόσο στέρεα και αληθινά, παρά μόνο με το Λόγο της Ποίησης, ως «μια έσχατη υπεράσπιση της πραγματικότητας του Ανθρώπου». Κι αυτό, επειδή μέσα από την Ποίηση, μέσω εκείνων που την αγαπούν αλλά και εκείνων που έχουν την ικανότητα και, προπαντός, την αθωότητα να μετέχουν στην Ουτοπία της, θα μπορέσουμε, ίσως, να «ξαναδιαβάσουμε» τον κόσμο από την αρχή, με το ανεξάντλητο και μαγικό αλφαβητάριό της. Επειδή η Ποίηση, και κατεξοχήν η ελληνική Ποίηση,  είναι αυτή που μας διδάσκει, αιώνες τώρα, πως «ουτοπία θα πει, περίπου, δυνατότητα».

Γι’ αυτό και σήμερα παρά ποτέ μάς χρειάζονται και οι ποιητές – ιδιαίτερα οι μεγάλοι μας Ποιητές. Γιατί οι ποιητές δεν θα πάψουν ποτέ να λένε με διαμαντένιες λέξεις την ιστορία του κόσμου, την ιστορία όλων μας και την πένθιμη περιπέτεια της ψυχής μας. Κι αν κάποτε σιγήσουν, αυτό δεν θα σημάνει το τέλος της Ποίησης και των Ποιητών αλλά το τέλος του Ανθρώπου.

                                                                                             

Δεν υπάρχουν σχόλια: