Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

H oμιλία του Γιώργου Δ. Ανδρέου στη Λειβαδιά την Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Την Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012 ο Γιώργος Δ. Ανδρέου μίλησε στο Συνεδριακό Κέντρο της Λιβαδειάς εγκαινιάζοντας την προεκλογική περίοδο για τη ΔΗΣΥ και ταυτόχρονα την εμπλοκή του με την κεντρική πολιτική σκηνή. Δείτε ολόκληρη την ομιλία.


Ομιλία του Γιώργου Ανδρέου στη Λειβαδιά την Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Kυρίες και κύριοι καλησπέρα και καλώς ήρθατεΣας ευχαριστώ από καρδιάς για την τιμή να ανταποκριθείτε στην πρόσκλησή μου. Η παρουσία σας μου δίνει δύναμη να συνεχίσω.
Ιδιαίτερα ευχαριστώ για την παρουσία του τον Περιφερειάρχη Πελοποννήσου, πρώην Υπουργό και προσωπικό μου φίλο Πέτρο Τατούλη, του οποίου η καθαρή διαδρομή, η θαρραλέα και ανεξάρτητη σκέψη και αντίληψη των πραγμάτων και η επιτυχημένη πορεία στην Περιφέρεια Πελοποννήσου είναι γνωστή πιστεύω σε όλους και επιβεβαιώθηκε από τις εξελίξεις. Θεωρώ ότι στις μέρες που ζούμε το παράδειγμα του τρόπου που πολιτεύεται είναι μάθημα για όλους μας.

Επίσης ιδιαίτερα ευχαριστώ τον Ευρωβουλευτή κ. Θόδωρο Σκυλακάκη, που και αυτός με τιμά με την φιλία του. Η πολιτική και η τεχνική και επαγγελματική εμπειρία του Θόδωρου, οι γνώσεις και οι σχέσεις του, πιστεύω πως θα είναι χρήσιμο εργαλείο για την χώρα και ευελπιστώ και την Βοιωτία στο άμεσο μέλλον και στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε.

Ευχαριστώ επίσης τους κ.κ. Δημάρχους , Αντιδημάρχους και τους Περιφερειακούς και Δημοτικούς Συμβούλους που με τιμούν με την παρουσία τους.
Θα ήταν σοβαρή παράλειψή μου αν δεν ευχαριστούσα δημόσια την οικογένειά μου, τη σύζυγο και το γιό μου, για την στήριξη και συμπαράστασή τους στην δύσκολη αυτή επιλογή μου.



Αγαπητοί φίλες και φίλοι 
Όπως αναφέρω και στο προσωπικό site που δημιούργησα στο διαδίκτυο για τις ανάγκες της σύγχρονης επικοινωνίας, αποφάσισα - στην δυσκολότερη ίσως μεταπολεμικά περίοδο για την χώρα μας - να ασχοληθώ ενεργά στην κεντρική πολιτική σκηνή. Κι αυτό αν και η επιτυχής επαγγελματική πορεία και η κοινωνική μου καταξίωση, μου επέτρεπαν να περάσω ανέμελα και ξεκούραστα τα επόμενα χρόνια. Το αποφάσισα γιατί θύμωσα και θυμώνω κάθε μέρα περισσότερο για το κατάντημα της χώρας και ανησυχώ για το μέλλον της και το μέλλον των παιδιών μας. Πιστεύω ακράδαντα ότι κανένας δεν δικαιούται να απέχει, στις δύσκολες αυτές ώρες, πολλώ μάλλον αυτοί που μπορούν να προσφέρουν ουσιαστικά. Δυστυχώς, κυρίες και κύριοι, στις εκλογές που έρχονται , στα κριτήρια επιλογής των προσώπων που ζητάνε την ψήφο σας, πρέπει, εκτός από την ικανότητα και την εμπειρία, να προσθέσετε και κριτήρια ηθικής τάξεως.

Πιστεύω επίσης ότι, στις κρίσιμες ώρες που ζούμε, η ψήφος οργής και αγανάκτησης σε δυνάμεις ακραίων και καταδικασμένων από την ιστορία θέσεων, χωρίς προοπτική και πρόταση, είναι χαμένη. Όπως χαμένη είναι και η ψήφος του άκυρου, του λευκού και της αποχής.
Οι ώρες απαιτούν συμμετοχή και επιλογή των καλύτερων, των ικανότερων, αυτών που πολιτεύονται για να προσφέρουν και αυτών μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στην έξοδο από το πρόβλημα.  
Τέλος θεωρώ πως έφτασε επιτέλους η ώρα που πρέπει να προταχθεί η αλήθεια, ιδιαίτερα από αυτούς που σας ζητάνε την ψήφο. Προσωπικά δεσμεύομαι στην αλήθεια απέναντί σας, έστω και αν πολλές φορές δεν θα ακούγεται ευχάριστα.



Η κρίση, η επιλογή αλλά και η ευθύνη πλέον θα είναι δική σας.  Το θέμα όμως δεν είμαι εγώ αλλά η Βοιωτία στο νέο κοινωνικοοικονομικό τοπίο.
Δεν σας κάλεσα για να σας περιγράψω την τρέχουσα κατάσταση. Την ζείτε κάθε μέρα. Ούτε βέβαια για να αναζητήσουμε ευθύνες για την εθνική κατάντια μας. Λίγο πολύ σας είναι γνωστοί οι υπεύθυνοι και τα γεγονότα. Ούτε είναι, πιστεύω, ώρα για κριτική και αντιπαράθεση, που είναι εύκολη, αλλά για σοβαρές προτάσεις και πρωτοβουλίες. Δεν θα μπω στη λογική αυτή. Είναι όμως ώρα για ουσιαστική δουλειά.


Ούτε σας κάλεσα για να προπαγανδίσω τις θέσεις της Ντόρας Μπακογιάννη και της Δημοκρατικής Συμμαχίας στις τάξεις της οποίας έχω στρατευθεί και να σας καλέσω να μας ψηφίσετε. Σας προτείνω όμως να μας παρακολουθείτε και να μας συγκρίνετε. Με κριτήρια τη συνέπεια, την καθαρότητα του πολιτικού λόγου , την αλήθεια, την αποτελεσματικότητα και την προοπτική. Πιστεύω πως θα σας πείσουμε.

Σας προτείνω, τέλος, να είστε εξαιρετικά καχύποπτοι και προσεκτικοί, τουλάχιστον από δω και πέρα, στα ωραία λόγια, τις υποσχέσεις, τις εθνικιστικές κορώνες και τα ταξίματα. Θα είναι σίγουρα κάλπικα στη σκληρή πραγματικότητα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.

Σας κάλεσα φίλοι μου απ’ τη μια για να πω φωναχτά τον προβληματισμό και τις σκέψεις μου για το αύριο και από την άλλη για να σας ακούσω. Τις σκέψεις, τις απόψεις και τις προτάσεις σας, κυρίως αυτές.
Το αύριο – και απευθύνομαι κυρίως στους νέους - προοιωνίζεται δύσκολο και όπως και το σήμερα που ζούμε, δεν μοιάζει με τίποτα απ’ όσα έχουμε γνωρίσει στο παρελθόν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει προοπτική και ελπίδα. Είναι πεποίθησή μου πως όλα μπορούν και θα πάνε καλά, αρκεί να κατανοήσουμε κάποιες αλήθειες και τη νέα πραγματικότητα και να την διαχειριστούμε έξυπνα και με σύγχρονο πνεύμα.



Κυρίες και κύριοι,Γεννηθήκαμε σε ευλογημένο τόπο. Η Βοιωτία, απ’ άκρου σ’ άκρο, είναι τόπος μοναδικός. Εκτός από την προνομιακή της θέση δίπλα στην Αττική, συνδυάζει την εύφορη γη με καλή και ποικιλόμορφη αγροτική παραγωγή, βιομηχανία, τουρισμό, θάλασσα και πολιτισμό. Με πολύ δουλειά, φαντασία και εφευρετικότητα, η περιοχή μας αναπτύχθηκε ραγδαία, αν και άναρχα και χωρίς σχεδιασμό όπως άλλωστε όλη η χώρα. Καταφέραμε η Βοιωτία, στα χρόνια που πέρασαν, να εκμεταλλευθεί τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και να είναι ο δεύτερος νομός της χώρας με το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων της. Η πρωτογενής παραγωγή και η βιομηχανική απασχόληση έφεραν την άνθιση του εμπορίου και την οικοδομική έκρηξη, με προεξάρχουσα τη Λιβαδειά. Στην πορεία προστέθηκε και ο Παρνασσός με το χιονοδρομικό Κέντρο, που δημιούργησε χειμερινό τουριστικό πόλο και η ανάπτυξη κινήθηκε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Αυτά όμως μέχρι το 2008 που ήρθε η οικονομική κρίση και όσα επακολούθησαν.

Σήμερα σε εντελώς νέο περιβάλλον πρέπει να αντιμετωπίσουμε πρωτόγνωρες συνθήκες. Η Βοιωτία συνεχίζει να έχει, αντίστροφες όμως, πρωτιές. Πρώτη στην ανεργία. Ψηλά στον αριθμό των επιχειρήσεων που κλείνουν. Νεκρή η οικοδομική δραστηριότητα. Το εμπόριο που αναπτύχθηκε, ιδιαίτερα στην πόλη αυτή, μαραζώνει. Προβλήματα παντού.
Το ερώτημα είναι απλό και αμείλικτο. Τι κάνουμε, τι μπορούμε και τι πρέπει να κάνουμε.



Χόρτασε το μάτι και το αυτί μας από οικονομολόγους και ειδικούς. Θάρθουν πάλι να σας πουν τα ίδια. Ψεύτικα μεγάλα λόγια και ταξίματα, που μας κατάντησαν στο τραγικό σήμερα.
Προσωπικά, όπως γνωρίζετε οι περισσότεροι, είμαι πολλά χρόνια στην πραγματική ζωή.
Η επαγγελματική μου δραστηριότητα, και η θητεία μου στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, μου έδωσαν τη δυνατότητα να ζω από μέσα τα προβλήματα εκεί που υπάρχουν. Και να κάνω απλές, πρακτικές σκέψεις και πρακτικές, χρήσιμες και εφαρμόσιμες προτάσεις. Κάποιες από αυτές θέλω να μοιραστώ μαζί σας. 

Πρέπει να προτάξουμε όμως κάποιες οδυνηρές διαπιστώσεις, που δυστυχώς είναι η πραγματικότητα.
Θα είναι εξαιρετικά χρήσιμο για το μέλλον να αντιληφθούμε – ιδιαίτερα οι νέοι στους οποίους και πάλι απευθύνομαι - και να αποδεχθούμε εγκαίρως κάποιες αλήθειες, έστω κι αν ακούγονται πικρές.

Το Κράτος, κυρίες και κύριοι, όπως το ξέραμε, πιστεύω πως τέλειωσε δια παντός και ανεπιστρεπτί.

 Τα προσεχή χρόνια η κυρίαρχη αγωνία και η πρώτη προτεραιότητα του κράτους θα είναι η επίτευξη των στόχων της δημοσιονομικής προσαρμογής. Όλα τα άλλα θα έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Με το ζόρι θα βγαίνουν κάποιες κοινωνικές δράσεις. Με απλά λόγια: Το Κράτος για κάμποσα χρόνια θα μας ζητάει πολλά και θα δίνει λίγα. Και ακόμα πιο απλά. Το κράτος δεν έχει και δεν θα έχει χρήματα. Με εξαίρεση όσα έργα έχουν απομείνει και χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκά κονδύλια, ό,τι χρήματα έρθουν στη χώρα θα είναι χρήματα που εμείς πρέπει να μπορέσουμε να προσελκύσουμε ή να δημιουργήσουμε. Δημιουργώντας οι ίδιοι ευκαιρίες, στον ιδιωτικό κυρίως τομέα της οικονομίας, που θα έχει τον κυρίαρχο ρόλο.



Για μας στη Δημοκρατική Συμμαχία, που πιστεύουμε στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στόχος είναι οι επενδύσεις και οι δουλειές , γιατί μόνο έτσι θα βγούμε από το αδιέξοδο.
Στους δύσκολους καιρούς που έρχονται, αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, θα πρέπει να προτάξουμε στη λογική μας ένα. Να αλλάξουμε πολλές απόψεις εμείς οι ίδιοι. Να διώξουμε εγκατεστημένες βαθιά στο μυαλό μας νοοτροπίες. Ποιες είναι αυτές: 

Πρώτα – πρώτα να ξεχάσουμε τον διορισμό στο δημόσιο τομέα, ως επαγγελματική προοπτική των νέων.
Το κράτος θα απολύει πολλούς και θα προσλαμβάνει λίγους. Τα στέϊτζ και τα μεροκάματα των ανέργων στους δήμους, που ακούγονται τελευταία, γίνονται για να δείξουμε μικρότερο ποσοστό ανεργίας και δεν λύνουν κανένα πρόβλημα. Αποτελούν άθλια παλαιοκομματικά μπαλώματα, που διαιωνίζουν την λογική του κράτους - εργοδότη που μας λύνει όλα τα προβλήματα. Ο Έλληνας δεν θέλει ελεημοσύνη, θέλει δουλειά. Τα χρήματα του Κοινωνικού Ταμείου, αντί να πέσουν στην παραγωγή, πέφτουν σε ελεημοσύνη. Αντί να δημιουργήσουν δουλειές πετιούνται στην Έρκυνα.

Το Δεύτερο που πρέπει να ξεχάσουμε είναι η προοπτική της ευθείας και άμεσης οικονομικής επιχορήγησης των επιχειρηματικών, αλλά και των αγροτικών δραστηριοτήτων, από το Ελληνικό Κράτος, όπως την ξέραμε. Εξαίρεση θα είναι τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που όμως για να τα πάρουμε θέλουν σοβαρότητα, δουλειά και προετοιμασία. Πιστεύω πως μετά από τις πρόσφατες εξελίξεις η Τράπεζες θα ανοίξουν σιγά - σιγά τις χρηματοδοτήσεις. Όχι όπως τις ξέραμε βέβαια, αλλά καλύτερα από τη σημερινή απουσία και καταστροφική συμπεριφορά τους, που έχει νεκρώσει την αγορά.

Το τρίτο που πρέπει να διώξουμε από το μυαλό μας αναφέρεται στους Δημοτικούς άρχοντες.
Κύριοι Δήμαρχοι και δημοτικοί σύμβουλοι, μέχρι να ξεκαθαριστεί το δημοσιονομικό τοπίο, το ζείτε άλλωστε ήδη , πρέπει να κάνετε τα κουμάντα σας. Οι κρατικές επιχορηγήσεις, τακτικές και έκτακτες, θα είναι ολοένα και μικρότερες. Μην ελπίζετε σ’ αυτές. Ούτε ο κόσμος μπορεί να φορολογηθεί άλλο. Εισπράξτε απ’ όλους αυτά που πρέπει, δίκαια, και νοικοκυρέψτε τα οικονομικά σας.

Τέταρτο. Την ώρα αυτή που μειώνονται κάθετα τα εισοδήματα του κόσμου, στα όρια της φτώχειας, πρέπει να μάθουμε να διεκδικούμε από το Κράτος αυτά που πρέπει και μπορεί να μας δίνει. Να απαιτήσουμε σύγχρονο και αποτελεσματικό κράτος, καθαρό τοπίο και θεσμούς. Απλές και ξεκάθαρες διαδικασίες. Διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα. Για να μπορούμε να αναπτυχθούμε. Αυτό σημαίνει, εκτός των άλλων και ρεαλιστικό και καθαρό συνδικαλισμό να βάζει πλάτη, και όχι όπως έκανε μέχρι τώρα, να φρενάρει την ανάπτυξη. 

Πέμπτο και κύριο. Πρέπει να πάρουμε την τύχη, την προκοπή και το μέλλον στα δικά μας χέρια. Με ρεαλισμό, φαντασία, ενότητα και κυρίως σύγχρονο πνεύμα συνεργασίας και ομαδικότητας. Και βέβαια δουλειά, πολύ δουλειά.
Έτσι πιστεύω πως θα τα καταφέρουμε και μάλιστα γρηγορότερα απ’ ότι περιμένουν κάποιοι δύσπιστοι, ντόπιοι και ξένοι.

 Κυρίες και κύριοι

το μνημόνιο ψηφίστηκε και η δανειακή σύμβαση υπογράφηκε σήμερα. Είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε, είναι πραγματικότητα στη ζωή μας, που πρέπει να διαχειριστούμε στο μέλλον. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς δεν έχει ουσία να ψηφίσουμε για τιμωρήσουμε κάποιους που ψήφισαν έτσι ή αλλιώς.

Η, ιστορική θάλεγα, ευθύνη όλων είναι να διαλέξετε αυτούς που θα διαχειριστούν τη χώρα στις νέες συνθήκεςς καλύτερα, καθαρότερα και αποτελεσματικά. Αυτό είναι το μεγάλο διακύβευμα των προσεχών εκλογών. Γιαυτό επαναλαμβάνω πως η ψήφος που θα δώσετε με θυμό και αγανάκτηση θα είναι χαμένη, αν δοθεί σε δυνάμεις που, αντί για ελπίδα και μέλλον, προπαγανδίζουν την καταστροφή και το αδιέξοδο. Το ίδιο χαμένη θα είναι και η ψήφος στις ανεδαφικές υποσχέσεις.  

 Ας γυρίσουμε όμως στα δικά μας.

Τι πρέπει λοιπόν να κάνει ο Βοιωτός, είτε λέγεται δημόσιος άρχοντας, είτε απλός πολίτης, για να αντιμετωπίσει το μέλλον; Μεγάλο θέμα και ο χρόνος μιας ομιλίας λίγος.

 Ανάπτυξη, εκσυγχρονισμός, μεταρρυθμίσεις. Όπου σταθείς ακούς από όλους τις μαγικές και λυτρωτικές λέξεις αυτές. Φάρμακο και ελπίδα δια πάσα νόσο. Δυστυχώς, όμως κανένας, ιδίως απ’ αυτούς, που κάνουν το μεγαλύτερο θόρυβο για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό του κράτους, κανένας δεν μιλάει και δεν προτείνει συγκεκριμένα πράγματα και λύσεις. Αυτό θα προσπαθήσω να κάνω. 

Η αύξηση των μισθών και των συντάξεων του δημόσιου τομέα για να αυξηθεί η κατανάλωση και κατά συνέπεια η παραγωγή και η απασχόληση, που προτείνουν κάποιοι για να χαϊδεύουν τα αυτιά σας, αποβλέπει στο να διατηρηθεί το υπάρχον οικονομικό μοντέλο που χρεοκόπησε τη χώρα. Δεν λένε όμως από πού θα βρεθούν τα χρήματα που χρειάζονται, αφού κανένας δεν μας δανείζει πλέον και το μοντέλο αυτό που χρεοκόπησε λειτούργησε όλα αυτά τα χρόνια με δανεικά.

Άλλοι προτείνουν να μην πληρώσουμε τα δανεικά και να πορευτούμε σα να μην χρωστάμε τίποτα ως χώρα. Αυτοί κρύβουν υποκριτικά την απλή πραγματικότητα, που λέει ότι ακόμα κι έτσι, -με δεδομένο μάλιστα ότι αυτό έχει ήδη γίνει σε σημαντικό βαθμό με το PSI και τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού από τους Ευρωπαίους - και πάλι θα πρέπει να βάλουμε τάξη στην οικονομική ζωή μας. Να κάνουμε κουμάντο νοικοκύρη ώστε κάθε χρόνο να μην μπαίνουμε μέσα. Να ξοδεύουμε λιγότερα απ’ όσα εισπράττουμε, γιατί αν δεν το κάνουμε κανένας δεν θα μας εμπιστεύεται και κανένας δεν θα μας δανείζει. 


 Αυτά θα τα’ ακούσετε κατά κόρο τις εβδομάδες που έρχονται.
Ας μπούμε όμως στις σκέψεις μου για την περιοχή, που σημειώνω πολλές έχω μεταφέρει στο πρόγραμμα της Δημοκρατικής Συμμαχίας. Θα αγωνιστώ γι’ αυτές, αν μου δώσετε την δύναμη με την ψήφο σας.

 Αγαπητοί συντοπίτες,
η γεωργική παραγωγή μαζί με την ενέργεια και τον τουρισμό και τον πολιτισμό είναι, πιστεύω, οι πυλώνες στους οποίους θα στηριχθεί η ανάπτυξη της χώρας στα προσεχή χρόνια. Γιατί βασίζονται στην εκμετάλλευση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας μας. Μικρογραφία της χώρας η Βοιωτία, σε μεγάλο βαθμό γεωργική περιοχή με τεράστιες δυνατότητες, λόγω και της γεωγραφικής της θέσεως. Παράλληλα έχει σημαντικό όπλο τη μεγάλη βιομηχανική συγκέντρωση. Αυτά κυρίως πρέπει να εκμεταλλευθούμε και να είστε σίγουροι ότι θα πάμε καλά.

 Θα περιοριστώ μόνο στα δύο αυτά γενικά θέματα, που ιεραρχώ ως τα σημαντικότερα για την περιοχή. Τη γεωργία και την βιομηχανική συγκέντρωση. Ελπίζω να έχω την ευκαιρία να αναφερθώ και στα υπόλοιπα. Αναγκαστικά θα μπω σε λεπτομέρειες, αλλά θέλω να ακουστούν κάποια πράγματα, που πολλοί αποφεύγουν και να ακουμπήσουν.

 Πρώτον. Η γεωργία και οι αγρότες.Διάβασα ότι στη Μακεδονία οι μεγάλοι ποτιστικοί κάμποι μένουν σχεδόν 25% ακαλλιέργητοι. Το ίδιο αν και σε λίγο μικρότερο ποσοστό και στη Θεσσαλία. Αυτό οφείλεται , εκτός των άλλων, και στο νόμο του 2006 που μετέτρεψε τις κοινοτικές επιδοτήσεις σε πάγια δικαιώματα. Στον νόμο αυτό δυστυχώς δεν υπάρχει πρόβλεψη που να εξαρτά την καταβολή της επιχορήγησης από την συνέχιση της καλλιέργειας. Και κάποιοι με πολλά στρέμματα εισπράττουν την επιδότηση και αφήνουν τη γη ακαλλιέργητη. Ευτυχώς στη Βοιωτία δεν συμβαίνει αυτό. Για το πολύ σοβαρό θέμα αυτό ετοιμάζουμε στη Δημοκρατική Συμμαχία παρέμβαση, γιατί είναι απαράδεκτο να εισάγουμε από την Τουρκία ραδίκια, από την Κίνα σκόρδα, από την Κύπρο πατάτες και εδώ να μένουν εύφοροι κάμποι ακαλλιέργητοι.

 Τα μεγάλα προβλήματα και τα πάγια αιτήματα όλων των αγροτών, αλλά και των κτηνοτρόφων, γιατί από αυτά εξαρτάται άμεσα το εισόδημά τους, είναι: Η μείωση του κόστους παραγωγής και η αύξηση της τιμής διάθεσης των προϊόντων .



Φίλοι αγρότες και κτηνοτρόφοι.
Τα εισοδήματα όλων ανεξαιρέτως των πολιτών - καταναλωτών έχουν συρρικνωθεί σε ακραία όρια. Πιστεύω ότι στα επόμενα χρόνια οι λιανικές τιμές των προϊόντων που πάνε στην κατανάλωση, είτε θα μειώνονται είτε στην καλύτερη περίπτωση θα μείνουν σταθερές. Ανάλογη θα είναι και η εξέλιξη της τιμής των αγροτικών προϊόντων – πρώτων υλών, όπως το λάδι και το στάρι, αλλά και το βαμβάκι, που αφορά άμεσα την περιοχή, αν και αυτό επηρεάζεται από την διεθνή ζήτηση. Το βάρος συνεπώς πρέπει να πέσει, να το ρίξετε εσείς, στο κόστος παραγωγής και το κόστος διάθεσης των προϊόντων. Έτσι μπορούν και να πέσουν οι τιμές και οι παραγωγοί να κερδίζουν περισσότερα. Και αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους.

Το κόστος εργασίας πέφτει και θα πέσει περισσότερο στις νέες συνθήκες με παράλληλη αύξηση της αυτοαπασχόλησης.

 Μένουν το νερό, τα καύσιμα, τα εφόδια.Το κόστος του πετρελαίου είναι κυρίως φόρος. Και μάλιστα είναι ο πλέον άμεσα εισπραττόμενος φόρος. Εκτιμώ ότι στα προσεχή χρόνια, που οι ανάγκες του κράτους στα πλαίσια της δημοσιονομικής προσαρμογής είναι και θα είναι επιτακτικές, δεν θα υπάρξει δυνατότητα μείωσης της τιμής των καυσίμων. Κι αυτό γιατί διαφορετικά θα πρέπει τα έσοδα του κράτους από τον σχετικό φόρο να βρεθούν απ’ αλλού και δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα μείωσης μισθών και συντάξεων. Μοναδική λύση μείωσης του κόστους των καυσίμων είναι η δραστική μείωση της χρήσεως του μηχανολογικού εξοπλισμού με την λελογισμένη και προσαρμοσμένη στις σύγχρονες ανάγκες χρήση του, στο πότισμα, στην καλλιέργεια, στην συγκομιδή. Διώξτε αυτούς που θα σας υποσχεθούν μειώσεις των τιμών των καυσίμων.



Το νερό. Έτσι όπως πάνε τα πράγματα όλο και λιγοστεύει και το κόστος του όλο και θα μεγαλώνει. Θα μου επιτρέψετε μια υπερβολή. Την χρήση του νερού τα επόμενα χρόνια πρέπει να την διαχειριστούν οι αγρότες, ως εάν η χώρα βρίσκεται σε σοβαρή και παρατεταμένη λειψυδρία. Αναζητήστε άλλες σύγχρονες μεθόδους, όπως π.χ. το πότισμα με σταγόνες, που απαιτούν βέβαια εξοπλισμό και επενδύσεις. Μόνον όμως έτσι μπορεί να μειωθεί το κόστος της άρδευσης και κατά συνέπεια της παραγωγής. Το κράτος, θα απαιτήσουμε και αυτό να το διεκδικήσουμε – γιατί αυτός θα πρέπει να είναι πλέον ο ρόλος του - πρέπει να επιβάλει και να ενισχύσει τεχνικά, επιστημονικά και οικονομικά την προσπάθεια αυτή. Το πρόβλημα όμως είναι δικό σας, και εσείς πρέπει να έχετε τον πρώτο λόγο στη λύση του.



Η Κωπαίδα. Είναι άδικο και απαράδεκτο χωράφια στην Κωπαίδα να ποτίζονται με γεωτρήσεις. Είναι μια ακόμα αποτυχία του Κράτους, που επιμένει να διαχειρίζεται τα νερά με δημόσιο φορέα. Τους είδδαμε τους δημόσιους φορείς. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε. Κατασπαταλώνται τα νερά, οι αγρότες δεν πληρώνουν και εν τέλει δεν ποτίζουν από τα νερά, που, όπως μου λένε, φτάνουν και περισσεύουν να αρδεύσουν την Κωπαίδα με πολύ μικρότερο κόστος. Φαύλος κύκλος. Δεν πληρώνουμε γιατί δεν ποτίζουμε λένε οι αγρότες. Πληρώστε για να ποτίσετε λέει ο Οργανισμός. Τέλος αυτή η πολυτέλεια. Από τώρα και πέρα τα πράγματα στενεύουν και το πρόβλημα πρέπει να λυθεί δραστικά. Μαθαίνω μάλιστα πως πρόσφατα τα χρέη πολλών αγροτών στον Οργανισμό βεβαιώθηκαν στην Εφορία και θα αρχίσουν τα σοβαρά προβλήματα.



Η μόνη λύση είναι να πάρουν οι αγρότες το θέμα στα χέρια τους. Ο Οργανισμός Κωπαίδας είναι σ’ αυτούς που θα καταργηθούν. Πιστεύω πως είναι μια μοναδική ευκαιρία να διεκδικήσετε – να διεκδικήσουμε μαζί - να μετατραπεί ο Οργανισμός σε πολυμετοχική ανώνυμη εταιρεία με μετόχους τους αγρότες που ποτίζουν χωράφια στη Κωπαίδα. Να μελετηθεί, στα χωράφια όμως και όχι στα γραφεία, η διαχείριση των νερών της Κωπαίδας. Για να μπορούν οι αγρότες να καλύπτουν πλήρως τις αρδευτικές τους ανάγκες, με δημόσια νερά και μικρότερο κόστος. Πιστεύω, αν και δεν είμαι ειδικός, πως ο εκσυγχρονισμός του δικτύου και ο εξοπλισμός διαχείρισης των νερών που είναι βασικό έργο υποδομής έπρεπε να είχε ενταχθεί και να χρηματοδοτηθεί από το ΕΣΠΑ. Γιατί αυτό θα ήταν έργο και επένδυση στην ανάπτυξη. Και τα έργα αυτά πρέπει να έχουν προτεραιότητα. Η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, που είναι πλέον αρμόδια για το θέμα πρέπει – έπρεπε θάλεγα- να μελετήσει ειδικά το θέμα της ένταξης των έργων εκσυγχρονισμού της άρδευσης της Κωπαίδας στο ΕΣΠΑ, έστω και την τελευταία αυτή στιγμή. Διεκδικήστε το και θα είμαστε μαζί σας.



Οι Συνεταιρισμοί και οι Ενώσεις τους έχουν κατηγορηθεί για πολλές αμαρτίες, ως εστίες διαφθοράς, κακοδιαχείρισης και σκανδάλων. Όπως σε όλα τα πεδία της Ελληνικής οικονομικής ζωής ο κομματισμός υπήρξε η αιτία της αποτυχίας και των Συνεταιρισμών. Είναι όμως, μαζί με τις άλλες μορφές συνεργασίας στο αγροτικό τομέα, που προβλέπει η νομοθεσία, όπως οι Ομάδες Παραγωγών και άλλες, πολύ χρήσιμα εργαλεία. Στις μορφές αυτές συνεργασίας επιβάλλεται να ρίξετε το βάρος από δω και πέρα, με στόχο τη μείωση των εξόδων παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων.



Αγαπητοί φίλοι, αγρότες και κτηνοτρόφοι,
επαναλαμβάνω μονότονα. Μην περιμένετε από το Κράτος δραστικές παρεμβάσεις στο θέμα των τιμών. Δεν επιτρέπει πλέον η θέση μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την διατίμηση. Μειώσετε τα κόστη για να κερδίσετε.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδότησε τα γεωργικά προϊόντα, τόσα χρόνια, για να εκσυχρονιστεί η γεωργική παραγωγή και να γίνει ανταγωνιστική. Κι αυτό θα είχε γίνει αν τα χρήματα από τις επιχορηγήσεις επενδύονταν στη γη. Είτε για το μεγάλωμα του κλήρου είτε με την βελτίωση των ατομικών υποδομών. Το σκεπτικό ήταν να γίνουν οι αγρότες μικροί ή και μεγαλύτεροι επιχειρηματίες βιώσιμων επιχειρήσεων. Δυστυχώς, όπως όλα, και οι Κοινοτικές επιδοτήσεις εκτράπηκαν του σκοπού τους και διατέθηκαν στην αλόγιστη κατανάλωση. Τώρα όμως ο εκσυγχρονισμός είναι επιτακτική ανάγκη επιβίωσης και αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό από όλους. Ο γεωργός πρέπει να γίνει ανταγωνιστικός επιχειρηματίας. Οι αγρότες, και ιδιαίτερα οι Βοιωτοί, που δεν έχουν απέραντες εκτάσεις, πρέπει να είναι πρωτοπόροι. Θα πρέπει να σκεφτούν πως ο χρόνος που θα καταργηθούν οι επιδοτήσεις πλησιάζει και πρέπει να προετοιμαστούν έγκαιρα για να επιβιώσουν και χωρίς αυτές. Με ευχαρίστηση μαθαίνω πως η πρόταση είναι να διατηρηθούν οι επιδοτήσεις στο βαμβάκι για κάποια χρόνια ακόμα, με μικρές ετήσιες μειώσεις. Πιστέψτε με, αυτό δεν σημαίνει τίποτα, αν συνεχίσουμε όπως πριν.



Η λύση είναι μονόδρομος. Η συνεργασία περισσότερων στην καλλιέργεια, την προμήθεια των εφοδίων, την χρήση του εξοπλισμού και την διακίνηση των προϊόντων. Το Συνεταιριστικό και Ομαδικό πνεύμα, που εγκαταλείψαμε στο βωμό του καταναλωτισμού και του ατομισμού που επικράτησαν στην Ελληνική Κοινωνία, πρέπει να αναβιώσουν. Ως μοναδική διέξοδος επιβίωσης και προόδου. Με πνεύμα πρακτικό και σε βάση καθαρά ιδιωτικοοικονομική. Είναι ανάγκη να συνεργαστούν μεταξύ τους οι αγρότες, κατά ομάδες ιδιαίτερα στη Βοιωτία, που ο κλήρος είναι μικρός, ακόμα και με εταιρική μορφή. Δεν θέλει πολύ μυαλό για να καταλάβει κανένας ότι αλλιώς διαπραγματεύονται τα 100 στρέμματα και στις αγορές και στις πωλήσεις και αλλιώς τα 1000. Άλλο είναι το κόστος να δουλεύει ένας εξοπλισμός αξίας δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ για 100 και άλλο για 1000 ή και περισσότερα στρέμματα. Η λογική του μεγάλου νοικοκύρη με τα πολλά και μεγάλα τρακτέρ και τις πανάκριβες μηχανές, που κάθονται τις περισσότερες μέρες του χρόνου, δεν μπορεί να συνεχιστεί, γιατί δεν έχει μέλλον.



Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο του κόστους των γεωργικών προϊόντων, που μπορεί θεσμικά να βοηθηθεί από το Κράτος είναι τα ενοίκια των χωραφιών. Μελετάμε στη Δημοκρατική Συμμαχία και σύντομα θα διατυπώσουμε ειδική πρόταση για το θέμα αυτό. Πρόταση που θα συνδυάζει τα μισθώματα με το φόρο και την επιδότηση. Στόχος. Τα μισθώματα να επιτρέπουν στον μισθωτή πραγματικό αγρότη να είναι ανταγωνιστικός και να κερδίζει, χωρίς να απαξιώνονται τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη. Θα έχετε ακούσει η τρόϊκα πιέζει για τήρηση βιβλίων και από τους αγρότες, οπότε τα δεδομένα αλλάζουν και πρέπει να σκεφτούμε μαζί και άλλες μορφές συνεργασίας, όπως οι εταιρείες, προσαρμοσμένες στα νέα δεδομένα.



Η βοιωτική γη είναι ευλογημένη κλιματολογικά, εδαφολογικά, χωροταξικά. Εκμεταλλευτείτε τις δυνατότητες και την θέση της. Αλλάξτε καλλιέργειες και εποχές. Στραφείτε σε αυτά που ζητάει κάθε φορά η κοινωνία και από τα οποία μπορείτε να κερδίσετε. Κάντε παραγωγές εκτός εποχής. Επενδύστε στην πιστοποιημένη ποιότητα. Στραφείτε στις βιολογικές καλλιέργειες. Εκτός του ότι επιδοτούνται ειδικά, τρέχει μαθαίνω και κάποιο πολύ ευνοϊκό πρόγραμμα, θα σας δώσουν καλύτερες τιμές. Μελετείστε τη διεθνή αγορά. Τώρα με το διαδίκτυο, η πληροφόρηση, που παλιά ήταν προνόμιο των λίγων, έγινε ευκαιρία για τους σοβαρούς και τους έξυπνους, ιδιαίτερα τους νέους.
Από την πλευρά μας ως, Δημοκρατική Συμμαχία και εγώ προσωπικά θα είμαστε δίπλα σε κάθε δυναμική και πρωτότυπη πρωτοβουλία. Είναι η βάση της πολιτικής μας. Δώστε μας τη δύναμη με την στήριξή σας.



Φίλοι Βοιωτοί αγρότες και κτηνοτρόφοι.
Εκμεταλλευθείτε την Εθνική οδό και την μικρή απόσταση από την Αθήνα. Είναι εύκολο να δημιουργήσετε μια μόνιμη αγορά στην Εθνική οδό. Δυστυχώς εγκαταλελειμμένα βιομηχανικά κτίρια υπάρχουν πολλά. Καταργήστε μόνοι σας τους χονδρεμπόρους του Ρέντη. Η διαφορά θα φανεί άμεσα και σε σας και στους λιανεμπόρους και στους καταναλωτές. Η κίνηση αυτή μπορεί και να επιδοτηθεί. Το κίνημα της πατάτας, που άρχισε από τη Θήβα, πρέπει να βρει συνέχεια ουσίας και όχι να μείνει για προβολή στην τηλεόραση. Εμείς το στηρίζουμε.

 Το Κράτος, που εμείς θέλουμε και θα αγωνιστούμε για να μεταμορφωθεί, θα πρέπει να έχει ως κύριο ρόλο να παρεμβαίνει με τεχνική και συμβουλευτική βοήθεια στον εξορθολογισμό της παραγωγής και την προσαρμογή της στις απαιτήσεις της αγοράς. Αυτός πρέπει να είναι ο ρόλος του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Ρόλος επιτελικός, ελεγκτικός, οργανωτικός, συμβουλευτικός. Κράτος βοήθειας και όχι κράτος εμπόδιο και κράτος δυνάστης. Αλλά μέχρις ότου να συμβεί αυτό είναι ζωτικής σημασίας η αξιοποίηση των πηγών της γνώσης που μπορεί να προσεγγίσει ο καθένας εύκολα πλέον. Η πρότασή μας είναι: Οργανωθείτε για να κάνουμε το μέλλον ελπιδοφόρο.



Αυτά που σας είπα είναι δικές σας σκέψεις και κουβέντες που τα λέτε στα σπίτια και στα καφενεία. Ήρθε η ώρα να γίνουν πολιτική.
Σταματώ εδώ γιατί το θέμα είναι τεράστιο.



Το δεύτερο θέμα στο οποίο θέλω να αναφερθώ, με λιγότερα βέβαια, είναι η μεγάλη βιομηχανική συγκέντρωση του νομού.
Θεωρώ ότι είναι ο δεύτερος μεγάλος οικονομικός πυλώνας της Βοιωτίας που συνέβαλε στο παρελθόν καθοριστικά, εξακολουθεί να συμβάλλει και μπορεί να συμβάλλει ακόμα περισσότερο στην ανάπτυξή της, την απασχόληση και την ευμάρεια των κατοίκων της.



Φίλες και φίλοι,Η θέση της Βοιωτίας κοντά και εκτός Αττικής αλλά και δίπλα σε βασικές πρώτες ύλες και οδικούς άξονες, οδήγησαν στα μεταπολεμικά χρόνια, σε μια πρωτοφανή βιομηχανική συγκέντρωση. Ιδιαίτερα στα όρια του νομού, αλλά και κοντά στις πόλεις και τις πρώτες ύλες. Η βιομηχανική αυτή συγκέντρωση δημιούργησε θέσεις εργασίας και υπεραξίες στη γη και είχε αλυσιδωτή θετική επίδραση στην αλματώδη ανάπτυξη της Βοιωτίας. Το πρόβλημα είναι ότι όλα έγιναν άναρχα, πρόχειρα και άρπα - κόλα. Έτσι δηλαδή όπως αναπτύχθηκε όλη η Ελλάδα και τώρα το πληρώνουμε.



Ήρθε όμως η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Άρχισε η σταδιακή ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας στο εσωτερικό δίκαιο, που ανέδειξε τα προβλήματα, τα οποία είχε δημιουργήσει ο, εν πολλοίς αυθαίρετος, τρόπος εγκατάστασης και λειτουργίας της βιομηχανικής συγκέντρωσης στην περιοχή. Άρχισαν σιγά – σιγά να ακούγονται οι άγνωστες παλαιότερα στους πολλούς λέξεις Περιβάλλον. Χωροταξία. Γη υψηλής παραγωγικότητας. Δασικός χαρακτηρισμός. Βιομηχανικά απόβλητα. Προστασία των υδάτων. Επιθεωρητές περιβάλλοντος. Οικολογικές οργανώσεις. Και πολύ πρόσφατα, χρώμιο, βαρέα μέταλλα και ποιότητα ζωής. Και όπως γινόταν πάντα στη χώρα μας και σε όλα τα πράγματα, κυριάρχησε και στα θέματα αυτά το στοιχείο της υπερβολής. Δημιουργήθηκε κλίμα και οργανώθηκε η περιβαλλοντική αντίδραση. Διεκδικήθηκε δυναμικά πλέον η πιστή εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Η προσφυγή στο ΣτΕ, που ήταν αδιανόητη παλαιότερα, έγινε κανόνας. Η ανέτοιμη και χωρίς όραμα και σχέδιο πολιτική ηγεσία και η ανενημέρωτη και πλημμελώς στελεχωμένη δημόσια διοίκηση έτρεχαν ασθμαίνοντας πίσω από τις εξελίξεις.



Αποτέλεσμα. Ο δαίδαλος της γραφειοκρατίας γιγαντώθηκε με τις αποσπασματικές, σχεδόν προσωπικές, ρυθμίσεις και την παντελή έλλειψη οργανωμένου θεσμικού πλαισίου. Καταφέραμε να αποθαρρύνουμε και να διώξουμε τους επενδυτές.
Όλα αυτά έγιναν σε πανελλαδική βάση. Στη Βοιωτία όμως εμφανίστηκαν με ιδιαίτερη έξαρση, λόγω ακριβώς της μεγάλης βιομηχανικής συγκέντρωσης και του άναρχου, χωρίς κανόνες τρόπου εγκατάστασης και λειτουργίας της.

 Κλασσικό παράδειγμα ο Ασωπός, που πάγωσε κάθε ανάπτυξη στην περιοχή. Και το χειρότερο. Λόγω της μεγάλης αρνητικής δημοσιότητας του θέματος, κατασυκοφαντήθηκαν τα γεωργικά προϊόντα μιας κατ’ εξοχήν γεωργικής περιοχής, με ανυπολόγιστη ζημία για τους αγρότες από τη Θήβα μέχρι την Τανάγρα και το Σχηματάρι.   
Τα τελευταία χρόνια, λόγω της επαγγελματικής μου ενασχόλησης ειδικά με το αντικείμενο αυτό, ζω από πολύ κοντά την αποθάρρυνση των επενδυτών και την σταδιακή αποβιομηχάνιση που επέρχεται, με τραγικές συνέπειες για την απασχόληση, που είναι ήδη ορατές. Η βιομηχανία είναι αιμοδότης για τη Βοιωτία και το αίμα που παρέχει μειώνεται σταθερά. Πρέπει να σταματήσουμε αυτή την αιμορραγία. Άμεσα.

Η πρώην Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και ήδη η Περιφέρεια αντιμετώπισε το θέμα διεκδικητικά, ζητώντας από το κράτος να λύσει τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Το κράτος όμως, σπάταλο εκεί που δεν έπρεπε, και τσιφούτικο εκεί που έπρεπε, ανέθετε πανάκριβες μελέτες σε ημέτερους και τα θέματα σέρνονται. Παράλληλα πέφτουν τα πρόστιμα βροχή. Τώρα όμως έφτασε ο κόμπος στο χτένι. Είναι πρώτη προτεραιότητα και κατεπείγουσα ανάγκη να δημιουργήσουμε το θεσμικό πλαίσιο που θα κάνει πάλι τη Βοιωτία ελκυστική στις επενδύσεις. Για να γυρίσει πίσω η επιχειρηματικότητα, η απασχόληση και εν τέλει η ευημερία. Δηλαδή να ανοίξουν οι δουλειές, που είναι και ο στόχος. Μόνο έτσι θα ζωντανέψει το εμπόριο, η οικοδομή και τα επαγγέλματα που πεθαίνουν.



Είπα και στην αρχή ότι από το κράτος πρέπει να ζητάμε εκείνα που πρέπει και εκείνα που μπορεί. Και θα μπορεί λίγα. Είναι ανώφελο, αδιέξοδο και ξεπερασμένο πλέον να εμμένουμε στο ίδιο διεκδικητικό μοτίβο. Τα στενά οικονομικά της χώρας δεν επιτρέπουν ανεδαφικές διεκδικήσεις. Πρέπει να πάρουμε και στον τομέα αυτό τα πράγματα στα χέρια μας. Μπροστάρηδες οι νέοι, οι εκπρόσωποι του νομού και οι φορείς του. Η Περιφέρεια, το Επιμελητήριο, οι Οργανώσεις, οι βουλευτές.

Τι πρέπει να κάνουμε.Το πρώτο είναι να απαιτήσουμε να δημιουργηθούν ασφαλείς νομικές, χωροταξικές, ιδιοκτησιακές και περιβαλλοντικές προϋποθέσεις στην περιοχή μας. Προϋποθέσεις που θα επιτρέπουν την γρήγορη, καθαρή και εύκολη αδειοδότηση των διαφόρων δραστηριοτήτων. Για να το πετύχουμε αυτό τα πρώτα πράγματα που θα πρέπει να κυνηγήσουμε είναι: οι χρήσεις γης, το κτηματολόγιο και το δασολόγιο. Και εξηγούμαι.



Αν δεν ξεκαθαριστεί σε όλο το νομό τι μπορεί να γίνει και που μπορεί να γίνει, δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. Αν δεν ξεκαθαριστούν οι περιοχές που καλύπτονται από απαγορεύσεις όπως οι αρχαιολογία, τα δάση, οι εθνικοί δρυμοί και άλλες, όπως π.χ. η απόσταση από τη Λίμνη Υλίκη, τα πάντα θα είναι στον αέρα. Αυτό λέγεται χωροταξία και καθορισμός χρήσεων γης. Για να γίνει αυτό απαιτούνται κάποιες μελέτες ανά Δήμο και περιοχή. Οι μελέτες αυτές κοστίζουν μεν , όχι όμως τόσο ώστε να είναι απαγορευτικές. Κατά την άποψή μου οι φορείς του νομού, στην διάθεση των οποίων θέτω ανιδιοτελώς την επαγγελματική μου εμπειρία, πρέπει άμεσα:



Πρώτο. Να διεκδικήσουν δυναμικά την απλοποίηση των διαδικασιών έγκρισης των Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων των ΣΧΟΑΠ και όλων των μελετών που καθορίζουν τις χρήσεις γης. Με τις υπάρχουσες δαιδαλώδεις διαδικασίες δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. Προσωπικά αλλά και το κόμμα που συμμετέχω θα αγωνιστούμε γιαυτό, γιατί το θεωρούμε πρώτη προτεραιότητα για την ανάπτυξη όλης της χώρας. Για ν’ ανοίξουν οι δουλειές και να πάρει μπρος η μηχανή της οικονομίας.



Κλασσικό παράδειγμα, που γνωρίζω από πρώτο χέρι, τα ΓΠΣ της Λιβαδειάς, της Αράχωβας, του Διστόμου και προφανώς θα υπάρχουν και άλλα. Καρκινοβατούν χρόνια και χρόνια από τους μελετητές στα Συμβούλια, στις Επιτροπές και εν τέλει ακυρώνονται από το ΣτΕ. Ή το πρόβλημα με το χιονοδρομικό και τον Εθνικό Δρυμό Παρνασσού που διέκοψε εδώ κι ένα χρόνο κάθε δραστηριότητα στην περιοχή και το Κράτος τρέχει με αραμπά. Ούτε όμως με νόμους, όπως το διαβόητο Φαστ Τρακ γίνεται τίποτα, γιατί και αυτό διαιωνίζει την λογική του άρπα – κόλα.



Δεύτερο. Να δοθεί προτεραιότητα από την Περιφέρεια και τους Δήμους στη χρηματοδότηση των συγκεκριμένων μελετών, που θα ξεκαθαρίσουν το τοπίο και θα επιτρέψουν τις νόμιμες δραστηριότητες με γρήγορες διαδικασίες. Να εκμεταλλευτούμε τα πολλά υπάρχοντα Κοινοτικά προγράμματα, για να τρέξουμε, κατά προτεραιότητα, τις μελέτες και τις διαδικασίες που θα ξεκαθαρίσουν το τοπίο. Στο λεγόμενο Πράσινο Ταμείο υπάρχουν χρήματα για τέτοιες δραστηριότητες που λιμνάζουν. Μόνον έτσι θα γίνει η περιοχή ελκυστική για επενδύσεις, που είναι η μόνη λύση.



Το κτηματολόγιο και οι δασικοί χάρτες είναι δυστυχώς προνόμιο και ευθύνη του κράτους. Δεν είναι όμως δυνατό να υπάρξει ανάπτυξη, κυρίες και κύριοι, αν δεν είναι καθαρό το τοπίο. Δεν είναι δυνατό να μην υπάρχει ασφάλεια των ιδιοκτησιών και να σταματάνε επενδύσεις, ακόμα και μια οικοδομή, που δημιουργούν απασχόληση και πλούτο, με προσωρινά μέτρα του κάθε γείτονα. Δεν είναι δυνατόν να εξαρτάται ο μικρός ή ο μεγάλος επενδυτής από τον κάθε αρχαιολόγο ή δασικό υπάλληλο και πως θα διαβάσει την δυσανάγνωστη Α/Φ του 1945, που του βάζει ο νόμος ως κριτήριο, και να καρκινοβατούν επενδύσεις σε επιτροπές και παραεπιτροπές. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι το πρόβλημα είναι μεγάλο, άμεσο και επείγον.



Θα μου επιτρέψετε στο θέμα αυτό να θυμίσω την ιδεοληπτική και λαϊκίστικη καταψήφιση της παλαιάς πρότασης του Κων/νου Μητσοτάκη να γίνεται ο δασικός χαρακτηρισμός με τις Α/Φ του 1975, που είναι καθαρές και αναμφισβήτητες. Η Δημοκρατική Συμμαχία δεσμεύεται να επαναφέρει την πρόταση αυτή και να την υποστηρίξει σθεναρά.



Παράλληλα πρέπει να διεκδικηθεί δυναμικά το ξεκαθάρισμα του περιβαλλοντικού νομικού αλλά και ουσιαστικού τοπίου. Να καταλάβουμε όλοι ότι το περιβάλλον και η προστασία του είναι πρώτη προτεραιότητα. Δεν μπορεί όμως να είναι φρένο και ανασταλτικός παράγοντας στην ανάπτυξη. Η περιβαλλοντική διεκδίκηση, από τους διάφορους τιμητές των πάντων, πρέπει να οριοθετηθεί στην εφαρμογή των νόμων και των περιβαλλοντικών κανόνων. Να επικεντρωθεί στο τι, πού, και πώς πρέπει να γίνει μια νέα εγκατάσταση ή να εκσυγχρονιστεί μια παλαιά. Δεν μπορεί όμως να φτάνει στην ματαίωση επενδύσεων, έτσι απλά επειδή δεν αρέσουν σε κάποιους. Είναι ανάγκη να βάλουμε όλοι τις προτεραιότητες και να καθορίσουμε τα όρια. Να κινούμαστε σε σταθερά και προκαθορισμένα πλαίσια. Το περιβάλλον είναι ιερό. Παράλληλα όμως είναι ιερός και ο άνθρωπος που ζει και πρέπει να επιβιώνει μέσα στο περιβάλλον. Είναι αναπόσπαστο τμήμα του.

Είναι ανάγκη η κοινωνία μας να μάθει να ανέχεται. Να πρυτανεύσει το μέτρο. Οι επιχειρηματίες να καταλάβουν ότι ζούμε σε συντεταγμένη πολιτεία με κανόνες που πρέπει να σέβονται και να εφαρμόζουν. Οι ακτιβιστές του περιβάλλοντος πρέπει να αντιληφθούν ότι η επιβίωση του ανθρώπου και η απασχόληση είναι εξίσου ιερές, ιδιαίτερα στο εγγύς μέλλον. Και να αγωνίζονται για να τηρούνται οι νόμοι και όχι να νομοθετούν οι ίδιοι κατά το δοκούν. Η χρυσή τομή και το μέτρο γεννήθηκαν ως έννοιες στη χώρα μας. Ίσως βέβαια να φταίει και το ότι από αρχαιοτάτων χρόνων, ως έθνος, είχαμε τάση στην υπερβολή. Και τώρα με τις εκλογές, ειδικά αυτές τις εκλογές, να μην ξεχνάμε ότι η δημαγωγία είναι και αυτή γνήσια αρχαία ελληνική λέξη.



Με αυτές τις σκέψεις , που αν και περιορισμένες, πιστεύω έδωσαν σε όσους δεν με γνωρίζουν το στίγμα μου και τον τρόπο που σκέφτομαι να πολιτευθώ γενικά και ειδικά, θεωρώ σκόπιμο να μην σας κουράσω άλλο. Ήδη το έκανα αρκετά. Είναι χρησιμότερο για μένα να σας δώσω την ευκαιρία να τοποθετηθείτε με παρατηρήσεις ή και ερωτήσεις σε μένα ή τους εκλεκτούς προσκεκλημένους μας. Όσα ανέφερα αποτελούν μικρή μόνο προσέγγιση των θεμάτων που απασχολούν την περιοχή. Η ιεράρχηση των θεμάτων της πρώτης μου εμφάνισης είναι συνειδητή επιλογή μου. Δεν σημαίνει όμως ότι ο τουρισμός, ο πολιτισμός, οι υποδομές και τα άλλα μεγάλα θέματα της χώρας και της Βοιωτίας είναι υποδεέστερα.



Ελπίζω να μου δοθεί η ευκαιρία να εκθέσω τις σκέψεις μου και γι αυτά. Γιατί η Βοιωτία δεν είναι μόνο χωράφια και βιομηχανία. Βοιωτία είναι και οι πολλές κοιτίδες του πολιτισμού της, που είναι και μπορούν να αναπτυχθούν περισσότερο ως τουριστικοί πόλοι. Βοιωτία είναι το Μαντείο του Τροφωνίου και οι πηγές της Κρύας που ακούμε δίπλα μας. Βοιωτία είναι η Θήβα του Οιδίποδα και του Κιθαιρώνα. Βοιωτία είναι ο Ελικώνας, ο Παρνασσός και η Αράχωβα. Βοιωτία είναι το μαρτυρικό Δίστομο, ο Ορχομενός, οι πηγές των Χαρίτων και η Παναγία η Σκριπού. Βοιωτία είναι τα σπουδαία Μοναστήρια του Ελικώνα και του Παρνασσού αλλά και οι παραλίες του Ευβοϊκού και του Κορινθιακού. Βοιωτία είναι και κάθε τι που μπορεί να δώσει ζωή.



Κλείνοντας θέλω να απευθυνθώ και πάλι στους νέους και να τους πω ότι υπάρχει ελπίδα και να μην χάνουν την πίστη τους, ακούγοντας τους κήρυκες της καταστροφής. Τους καλώ να κατανοήσουν τις νέες συνθήκες, είναι άλλωστε ευκολότερο γιαυτούς, και να αρπάξουν τις ευκαιρίες που σύντομα θα δημιουργηθούν. Να δημιουργήσουν ευκαιρίες.



Θέλω επίσης να δεσμευθώ απέναντί σας για δύο πράγματα. Το πρώτο που είπα από τη αρχή και το επαναλαμβάνω ότι από μένα θα ακούτε πάντα αλήθειες, έστω και αν είναι πολλές φορές δυσάρεστες. Το δεύτερο, ότι θα είμαι πάντα δίπλα και μπροστάρης στα δίκαια αιτήματά της περιοχής χωρίς διακρίσεις. Συμπαραστάτης και συμμέτοχος όχι μόνο για να διαβιβάζω τα θέματα , αλλά για να συμμετέχω άμεσα, επιθετικά και ουσιαστικά στην διάγνωση, την προσέγγιση, την μελέτη και την επίλυσή τους.
Σας ευχαριστώ.      

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Καλωσορίζοντας τον Ερατοσθένη Καψωμένο στη Λιβαδειά

Γράφει η Κωνσταντίνα Λάμπρου
Εκπαιδευτικός, Master Νεοελληνικής Φιλολογίας



Κύριε Διευθυντά,

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Αγαπητά μας παιδιά,



έχουμε σήμερα, την ιδιαίτερη τιμή και τη μεγάλη χαρά να υποδεχόμαστε στο σχολείο μας τον διακεκριμένο και επιφανή Νεοελληνιστή φιλόλογο, τον καθηγητή  Νεοελληνικής  Φιλολογίας, Θεωρίας της Λογοτεχνίας και Μεθοδολογίας ανάλυσης κειμένων στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, τον κύριο Ερατοσθένη Καψωμένο, τον οποίο και ευχαριστούμε από καρδιάς για την άμεση και θερμή ανταπόκριση στην πρόσκλησή μας για την εκδήλωση με θέμα «Οδυσσέας Ελύτης, Ο ποιητής του Αιγαίου».

Αξιότιμε κύριε Καθηγητά, θα χρειαζόταν πολύς χρόνος ακόμη και για μια σύντομη ανάγνωση της εργοβιογραφίας σας και, αναμφίβολα, πολύ περισσότερος για να αναλύσω εδώ, σήμερα, την προσφορά σας στην Επιστήμη της Νεοελληνικής Φιλολογίας, με βάση την πολυσχιδή σε όγκο και πρωτοτυπία πανεπιστημιακή σας έρευνα, που τυγχάνει, άλλωστε, όχι μόνο τοπικής αλλά και διεθνούς αναγνώρισης. Ωστόσο, δεν θα αποφύγω τον πειρασμό να αναφερθώ συνοπτικά στους κυριότερους σταθμούς της σχεδόν 50χρονης πορείας σας στο χώρο της Επιστήμης των Νεοελληνικών Γραμμάτων και για έναν επιπρόσθετο και, επιτρέψτε μου, ουσιαστικό λόγο : επειδή η λαμπρή σταδιοδρομία ενός εξέχοντος Πανεπιστημιακού δασκάλου αποτελεί, ασφαλώς, ένα πολύ ισχυρό θετικό πρότυπο για τους παρόντες, τους μαθητές και τις μαθήτριές μας, εννοώ, οι οποίοι καθημερινά, στην τόσο συγκεχυμένη και αποπροσανατόλιστη εποχή μας, κατακλύζονται, σχεδόν αποκλειστικά, από πληθώρα αρνητικών προτύπων αμφιβόλου ή και χαμηλής ποιότητας, τα οποία διοχετεύονται κυρίως μέσω των ΜΜΕ, αλλά, δυστυχώς, όχι μόνο από αυτά.

    Ο κ. Ερατοσθένης Καψωμένος έχει διατελέσει από το 1983 ως το 1987 Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής, Πρόεδρος του τμήματος Φιλολογίας και επανειλημμένα Διευθυντής του Τομέα Μεσαιωνικής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Είναι, επίσης, πτυχιούχος και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με μεταπτυχιακές σπουδές στην Αισθητική - Θεωρία της Τέχνης και του Πολιτισμού και την Υφολογία – Σημειωτική της Λογοτεχνίας, στο Παρίσι. Εξάλλου, είναι ο εισηγητής της δομικής και σημειολογικής Θεωρίας της Λογοτεχνίας καθώς και της Στατιστικής υφολογίας, τόσο στο πεδίο της έρευνας όσο και στο πεδίο της πανεπιστημιακής διδασκαλίας. Έχει λάβει μέρος σε πολλά τοπικά και διεθνή συνέδρια και έχει οργανώσει στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων υπέρ τα 20, ως πρόεδρος ή μέλος Οργανωτικών Επιτροπών. Υπήρξε ο ιδρυτής της πανεπιστημιακής εκδοτικής σειράς «Νεοελληνικές Έρευνες» (από το 1972-1988) και ήταν υπεύθυνος των αντίστοιχων ερευνητικών προγραμμάτων. Ως επιστημονικός υπεύθυνος στα Διαπανεπιστημιακά Προγράμματα Συνεργασίας Erasmus, Lingua και Socrates στον Τομέα της Νεοελληνικής Γλώσσας και  Λογοτεχνίας με πρόσκληση των αντίστοιχων Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων έχει πραγματοποιήσει επισκέψεις διδασκαλίας σε πολλά ξένα Πανεπιστήμια. Επίσης, διετέλεσε μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής για την Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία της Commission με έδρα την Κολονία και μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της Διεθνούς Σημειωτικής Εταιρείας (από το 1984-1993 και από το 1995-1999), καθώς και Αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Σημειωτικών Εταιρειών των Βαλκανικών χωρών.

Θα αρκεστώ, υποχρεωτικά, σε αυτά, καθώς δεν έχω τη δυνατότητα του χρόνου για να εξαντλήσω το διεθνούς εμβέλειας και υψηλού κύρους επιστημονικό έργο του κ. Καψωμένου, με την πεποίθηση, όμως, ότι και με μόνο αυτά αποτελεί ένα αρκούντως εύγλωττο παράδειγμα και δίδαγμα για τα παιδιά, όπως, άλλωστε, κάθε σημαντικό έργο, κάθε έργο ενδεδυμένο με αξία.

Κύριε Καθηγητά, επιτρέψτε μου, καταρχάς, να εστιάσω σε δύο παραμέτρους του έργου σας που θεωρώ ως τις κατεξοχήν σημαντικές. Η πρώτη συνάπτεται με το αμιγώς επιστημονικό πεδίο και αφορά αποκλειστικά στους Φιλολόγους της Μέσης Εκπαίδευσης, για τους οποίους, για όλους εμάς, αποτελεί σταθερά όλα αυτά τα χρόνια έναν φωτεινό οδοδείχτη αλλά και έναν πολύτιμο σύμμαχο στη διδασκαλία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας – ένα μάθημα εξαιρετικά γοητευτικό αλλά και ιδιαίτερα απαιτητικό στη σωστή του διάσταση, και γι’ αυτό δυσπρόσιτο για τους μαθητές που φοιτούν στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Ενδεικτικά και σχετικά με αυτό, θα αναφερθώ σε μερικά μόνο από τα βιβλία και τις μελέτες σας που μας «συμπαραστέκονται» τόσα χρόνια στο δύσκολο αυτό έργο: Ο Σολωμός και η ελληνική πολιτισμική παράδοση, Εισαγωγή στην Ποίηση του Σικελιανού, Δημοτικό τραγούδι. Μια διαφορετική προσέγγιση, Ο ποιητής Ελύτης. Ερμηνευτικά ζητήματα, Η αφηγηματική τέχνη του Ν. Καζαντζάκη, Το υπερρεαλιστικό κείμενο. Προβλήματα Θεωρίας και μεθόδου, που αποτελούν, μαζί με πολλά άλλα, για κάθε φιλόλογο τις προϋποθέσεις για την επιτυχή μετάδοση και μετάγγιση στους μαθητές τόσο της γνώσης όσο και, κυρίως, της αγάπης για τα Νεοελληνικά Λογοτεχνικά μας Κείμενα.

Η δεύτερη υπερβαίνει, κάπως, το στενά περιορισμένο επιστημονικό πλαίσιο, χωρίς, ωστόσο, να αφίσταται αυτού, και αφορά στον δημόσιο κριτικό σας λόγο, ως ανθρώπου του πνεύματος και ως Πανεπιστημιακού δασκάλου. Ιδιαίτερα, στην παρούσα εξαιρετικά δυσχερή συγκυρία, κατά την οποία η πατρίδα μας διέρχεται  μια συστημική, πολυεπίπεδη και πρισματικά πολύπλευρη κρίση, θα ήταν παράλειψη να μην αντιδιαστείλω αυτήν την πνευματικά έντιμη δημόσια κριτική σας στάση από την άλλη, την συνήθη, αυτήν της πλειονότητας των πνευματικών ταγών της χώρας, η οποία αναλώνεται, στην καλύτερη περίπτωση, σε ανεδαφικές και νεφελώδεις προτάσεις για την άρση του αδιεξόδου - και μάλιστα ανελλιπώς και αδιαλείπτως από τηλεοράσεως -  και στη χειρότερη, στην αναπαραγωγή ή και στην άκριτη  υπηρέτησή της.

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, λοιπόν, στη μεταμοντέρνα εκδοχή του «τόσο τυραννισμένου από φόβο κόσμου» μας – για να θυμηθώ τον Σεφέρη -, στην εποχή των ιδεολογικών κατασκευών και των θολών επανεφευρημάτων που, όσο επαναλαμβάνονται, άλλο τόσο επαναλαμβάνουν αφόρητα και ανούσια ποικίλες αρνητικές ετερότητες, ο λόγος σας, κύριε Καθηγητά, διαφοροποιείται ριζικά και  διαφέρει.  Διαφέρει «επικίνδυνα», θα τολμούσα να πω, επειδή δεν ανακυκλώνεται και δεν ανατροφοδοτείται ναρκισσιστικός και ατελέσφορος, αλλά αναλαμβάνει τον πνευματικά έντιμο κίνδυνο να προτείνει. Ωστόσο, όσο «επικίνδυνος» καθίσταται προφανώς αυτός ο λόγος, άλλο τόσο προβάλλει και ελπιδοφόρος, επειδή μόνο «όπου υπάρχει ο κίνδυνος, αυξάνεται και η ελπίδα για σωτηρία». Με άλλα λόγια, είναι λόγος διαυγής, εναργής, λόγος αιχμηρός και γι’ αυτό καίριος. Λόγος που εμφορείται από τη βαθιά επίγνωση του χρέους κάθε σημαντικού πνευματικού ανθρώπου και δασκάλου απέναντι στην Ιστορία : «φωτεινός» και βαθύτατα ελληνικός, όπως μας κληροδοτήθηκε, διαμέσου των αιώνων, από τον Όμηρο έως τον Ελύτη.

Στην πραγματικότητα, δεν είναι άλλος από τον ισχυρό κριτικό λόγο που προτάσσει, με υπευθυνότητα και σθένος, την ελληνική σκέψη, την ελληνική κοσμοαντίληψη και το ελληνικό ήθος, ό,τι δηλαδή συγκροτεί το μεσογειακό πολιτισμικό πρότυπο ζωής, ως καθολικό και οικουμενικό πρόταγμα, ενάντια στη βαρβαρότητα του δυτικού ορθολογισμού,  και ας μου επιτραπεί να δανειστώ εδώ και να μιλήσω με τα δικά σας λόγια: «ενάντια στο επιθετικό από τη φύση του μοντέλο που αξιώνει να επιβληθεί ως παγκόσμιο με την ολιστική ομογενοποίηση οικονομικών συστημάτων και πολιτισμών, ένα μοντέλο που οδηγεί στη μετάλλαξη του ανθρώπου στον εφιαλτικό μετ-άνθρωπο…»

Σε αυτό, λοιπόν, το τόσο απάνθρωπο σύγχρονο περιβάλλον, σε αυτήν την τόσο κρίσιμη καμπή της ελληνικής – της ευρωπαϊκής, αλλά  και της παγκόσμιας Ιστορίας - μάς χρειάζεται αυτός ο λόγος, ο τόσο δραματικά και επιτακτικά επίκαιρος. Αλλά, όσο μας χρειάζεται αυτός ο ζωντανός, ο έμψυχος Λόγος του πνεύματος άλλο τόσο μας χρειάζεται και έχουμε ανάγκη τον Λόγο της Ποίησης, για να επικαλεστώ τον σπουδαίο μας ποιητή, τον Οδυσσέα Ελύτη, που μας έχει, από καιρό, δείξει το δρόμο : «Τότε τι χρειάζεται η ποίηση σε μια τέτοια κοινωνία ηθικού χάους; Είναι ο μόνος χώρος, όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση».

Έτσι, αναπόφευκτα και μοιραία, θα έλεγα, ο πνευματικά ακέραιος Λόγος του πνεύματος δεν είναι δυνατόν να συναντηθεί σε κανέναν άλλο τόπο ούτε να συναρθρωθεί με τίποτε άλλο, τόσο στέρεα και αληθινά, παρά μόνο με το Λόγο της Ποίησης, ως «μια έσχατη υπεράσπιση της πραγματικότητας του Ανθρώπου». Κι αυτό, επειδή μέσα από την Ποίηση, μέσω εκείνων που την αγαπούν αλλά και εκείνων που έχουν την ικανότητα και, προπαντός, την αθωότητα να μετέχουν στην Ουτοπία της, θα μπορέσουμε, ίσως, να «ξαναδιαβάσουμε» τον κόσμο από την αρχή, με το ανεξάντλητο και μαγικό αλφαβητάριό της. Επειδή η Ποίηση, και κατεξοχήν η ελληνική Ποίηση,  είναι αυτή που μας διδάσκει, αιώνες τώρα, πως «ουτοπία θα πει, περίπου, δυνατότητα».

Γι’ αυτό και σήμερα παρά ποτέ μάς χρειάζονται και οι ποιητές – ιδιαίτερα οι μεγάλοι μας Ποιητές. Γιατί οι ποιητές δεν θα πάψουν ποτέ να λένε με διαμαντένιες λέξεις την ιστορία του κόσμου, την ιστορία όλων μας και την πένθιμη περιπέτεια της ψυχής μας. Κι αν κάποτε σιγήσουν, αυτό δεν θα σημάνει το τέλος της Ποίησης και των Ποιητών αλλά το τέλος του Ανθρώπου.

                                                                                             

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Οι 20+1 προτάσεις για την αξιοποίηση της Κρύας στη Λιβαδειά





Γράφει ο Γιώργος Μπενέτος*
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ ΤΗΣ ΚΡΥΑΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ
ΚΑΙ ΧΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΙΑΣ ΟΧΘΗΣ ΤΗΣ ΕΡΚΥΝΑΣ  


 Έκπληξη, ανακούφιση, δροσιά, ήχοι τρεχούμενου νερού, οσμή υγρασίας και ανοιξιάτικου άνθους, μουσική, χαρά ατέλειωτου παιχνιδιού, κολύμπι, πρώτοι παιδικοί έρωτες, επαφή με το νερό, συναντήσεις με φίλους, ατελείωτες συζητήσεις.
Ο χώρος των πηγών ένας ελεύθερος χώρος γεμάτος μνήμες, δραστηριότητες , εμπειρίες και βιώματα , ένας χώρος πλασμένος μέσα από κοινωνικοοικονομικές αξίες και οικολογικές συνθήκες , από τη ζωή και τον τοπικό πολιτισμό .
Ένας θύλακας ξεκούρασης , περιπάτου που επιτρέπει την αίσθηση του ευρύτερου φυσικού περιβάλλοντος προσφέροντας τη δυνατότητα της επαφής με τη φύση .
Είναι η αρχή της διαχωριστικής νησίδας πρασίνου που διατρέχει με δική του ελεύθερη κατεύθυνση τον πολεοδομικό ιστό της πόλης .

Η πράσινη αυτή ζώνη οριοθετεί την πόλη μας σε δύο τομείς Ανατολική – Δυτική παράγοντας ανοικτούς χώρους στον ασφυκτικό κλοιό της άναρχης πολεοδόμησης της πόλης , που το κύριο χαρακτηριστικό της είναι οι στενοί δρόμοι , η έλλειψη οπτικού ορίζοντα και η έλλειψη δημόσιων χώρων .

Οι χώροι αυτοί που βρίσκονται γύρω από το ποτάμι είναι, θα λέγαμε, το φυσικό χάρισμα της πόλης μας . Θα περίμενε κανείς να είναι χώροι συλλογικοί , δημόσιας δραστηριότητας και χώροι επικοινωνίας , ξεκούρασης και αναψυχής.

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
Σήμερα όμως η εικόνα τους είναι εντελώς αντίθετη από αυτό που θα περίμενε κανείς για τα περισσότερα τμήματα των χώρων αυτών – χώροι κλειστοί , χωρίς ικανές προσβάσεις που κατάντησαν πάρκινγκ αυτοκινήτων εξυπηρετώντας σκοπούς για τους οποίους οι μελετητές δεν προόριζαν , αναιρώντας τη χρήση και τη λειτουργία τους στην πόλη .
Η εικόνα του καμένου Ξενία ολοκληρώνει την εικόνα εγκατάλειψης του χώρου .
Οι λακκούβες στο λιθόστρωτο , η απουσία αναγκαίας σήμανσης ,οι σπασμένες φωτιστικές στήλες , η έλλειψη αστυνόμευσης ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες , ο χώρος στάθμευσης έναντι του Νερόμυλου και οι παραχωρήσεις χώρων σε ιδιώτες χωρίς ολοκληρωμένο σχεδιασμό , περιορίζουν και δυσκολεύουν την πρόσβαση πεζών και στερούν δημόσιο κοινόχρηστο χώρο απ’ τους πολίτες .
Τα καλώδια της ΔΕΗ που κρέμονται παντού και οι ανεξέλεγκτες ταμπέλες των χώρων εστίασης υποβαθμίζουν εκ νέου το περιβάλλον του ευρύτερου χώρου.

Η κατασκευή του τεράστιου κτιρίου της Δ.Ε.Υ.Α.Λ. δίπλα στο Ξενία στέκει ανταγωνιστικά, επιβεβαιώνοντας όμως την καλαισθησία, το ταλέντο και την αγωνιώδη προσπάθεια του καθηγητού ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ – ΒΕΝΕΤΑ για την πλήρη ένταξη του Ξενία στο ιδιαίτερο τοπίο της Κρύας. Επιβεβαιώνει επίσης τον τρόπο λήψης και την προχειρότητα των αποφάσεων για το χώρο της Κρύας που υποβαθμίζουν το φυσικό κάλλος του χώρου και δυσκολεύουν πολύ την όποια προσπάθεια γίνει στο μέλλον για τη διατήρηση της πληρότητας και της ισορροπίας του τοπίου.


Ένα σημαντικό θέμα που θα έπρεπε να αναφέρουμε είναι ο τρόπος που έγινε η πρώτη ανάπλαση του ποταμού από την Κρύα και κάτω.
Δυστυχώς εκ του αποτελέσματος κρίνουμε τη διαμόρφωση του ποταμού της Έρκυνας λανθασμένη .
Οι μελετητές τότε αντιμετώπισαν το ποταμό ΥΔΡΑΥΛΙΚΑ μελετώντας τη ποσότητα νερού , τη ταχύτητά του σε περίπτωση μεγάλης νεροποντής παραβλέποντας όμως κάθε άλλη παράμετρο και καταστρέφοντας τη χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής .

Δεν κινήθηκαν με την ευαισθησία που όφειλαν αντιμετωπίζοντας ένα φυσικό πράσινο διάδρομο γεμάτο ζωή και οργιαστική βλάστηση, παραβλέποντας και ισοπεδώνοντας, θα έλεγε κανείς, τα πάντα για να δημιουργηθεί αντί για μια οπτικά φυσική , λειτουργική και επιτηδευμένη οργάνωση χώρου, ένα κλειστό κανάλι αντιμετωπίζοντας με βαρβαρότητα τη δημιουργία της φύσης . Η προχειρότητα και η βιασύνη είναι εμφανής σε όλους μας………………………………………………………………………………
Θα ήθελα να δούμε μαζί φωτογραφίες διαμόρφωσης δημόσιων χώρων που ενσωματώνουν υδάτινο στοιχείο.



………………………………………………………………………………
Ας προσδιορίσουμε, λοιπόν, εμείς οι Λειβαδίτες τώρα πια πως θέλουμε αυτούς τους χώρους για την πόλη μας . Η δικιά μου πρόταση ως αρχιτέκτων ,εμπεριέχει τον προβληματισμό της δημιουργίας του χώρου ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΑ , κατανοώντας και προσδιορίζοντας το πλαίσιο της χρήσης και τις απαιτήσεις των κατοίκων της πόλης ώστε να αξιολογηθούν οι στόχοι της επεμβατικής διαδικασίας .

Ποια θα ήταν αυτή ; Ίσως η λύση καταρχάς, να βρίσκεται στην απόσυρση των οχημάτων από τους χώρους αυτούς, δημιουργώντας πάρκινγκ δημοτικής εξυπηρέτησης σε διαφορετικούς χώρους της πόλης , και επαναδιαμορφώνοντάς τους χώρους αυτούς στη συνέχεια σε πράσινες οάσεις περιπάτου και αναψυχής .
Ένα σημαντικό θέμα που θα έπρεπε να συζητηθεί για το μέλλον είναι η οριστική κυκλοφοριακή αποσυμφόρηση της πόλης αλλά ιδιαίτερα της περιοχής της Κρύας. Θα πρέπει η ιδιοκτησία ΙΧ να συνδεθεί με την υποχρέωση του ιδιοκτήτη να εξασφαλίζει τον ιδιωτικό χώρο που θα παρκάρει.

Όλα τα νέα σπίτια ή οι πολυκατοικίες που θα κατασκευαστούν να έχουν τόσους χώρους στάθμευσης όσα και τα αυτοκίνητα .Η πολιτεία επίσης και ο δήμος να ενισχύσει τους ιδιοκτήτες για πρωτοβουλίες συλλογικής αντιμετώπισης της στάθμευσης .
Η κίνηση των κατοίκων και επισκεπτών μπορεί να γίνει από μίνι μπας που θα πραγματοποιούν συνεχείς κυκλικές διαδρομές στο ιστορικό κέντρο. Τα τελευταία μάλιστα μπορούν να είναι ηλεκτρικά, υβριδικά ή με φυσικό αέριο, ώστε να έχουμε πολλαπλά οφέλη από μια τέτοια παρέμβαση .
Θα έμοιαζε ίσως ουτοπιστική η άποψη για την απομάκρυνση του πάρκινγκκ της Κρύας ώστε αυτός ο παραδεισένιος χώρος να διαμορφωθεί εκ νέου χωρίς αυτοκίνητα και η μεταφορά κατοίκων και επισκεπτών να γίνεται με μέσα μαζικής μεταφοράς .



Θα επανάφερε, όμως, το χώρο αυτό προς χρήση περιπάτου , ξεκούρασης και παιχνιδιού.


Ένα επιπλέον μέτρο είναι η δημιουργία ειδικού λογαριασμού του Δήμου Λεβαδέων που θα τροφοδοτείται από τα έσοδα που προέρχονται και εισπράττονται από την εκμετάλλευση του δημόσιου χώρου, είτε λόγω παρανομιών είτε λόγω εμπορευματοποίησης (παράνομο παρκάρισμα, κατάληψη πεζοδρομίων , αυθαίρετες κατασκευές , χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων, τραπεζοκαθίσματα κ.τ.λ ). Τα χρήματα θα αποδίδονται για τον σκοπό για τον οποίο εισπράχθηκαν, δηλαδή για τη βελτίωση του δημόσιου χώρου και για την αγορά νέων οικοπέδων. Με τα νέα αυτά οικοπέδα και την πάροδο του χρόνου αναμένεται να αυξηθούν οι προσβάσεις στη παραποτάμια όχθη και ο ποταμός της Έρκυνας, το κόσμημα της Λιβαδειάς , θα ανοίξει προς την πόλη και τους κατοίκους της. Ακόμη οι χώροι που προηγουμένως χρησιμοποιούνταν ως πάρκινγκ θα αποδοθούν στους δημότες για χρήσεις περισσότερο κοντά στις επιθυμίες και τις ανάγκες των κατοίκων και των επισκεπτών.

Η δημιουργία περιφερειακών Δημοτικών πάρκινγκ με την παράλληλη μίσθωση, χωροθέτηση και παραχώρηση θέσεων για τους κατοίκους της περιοχής όπως επίσης ο περιορισμός και η υπογειοποίηση ίσως μέρος του μεγάλου πάρκινγκ της Κρύας θα δημιουργήσει τους αναγκαίους χώρους και θα δώσει τα αναγκαία έσοδα στο δήμο για τη ολοκληρωμένη συνολική λύση κυκλοφορίας και μεταφοράς στο χώρο και με βάση το αισιόδοξο σενάριο θα χρηματοδοτήσει την εκ νέου διαμόρφωση του μεγάλου οικοπέδου-πλατείας σε χώρο παιχνιδιού, αναψυχής και ξεκούρασης.

Η σύνδεση του χώρου πάρκινγκ με την Κρύα θα μπορούσε ενδεχομένως να συνδυαστεί με διαδρόμους – πεζόδρομους πάνω και παράλληλα στο ποτάμι δημιουργώντας αφορμές περιπάτου από το βόρειο τμήμα της πόλης (Διοικητήριο) έως και το πλάτωμα – παλιό νταμάρι μετά το δρομάκι της Αγίας Ιερουσαλήμ - . Έτσι ο επισκέπτης της πόλης χωρίς να εμπλακεί στη χαώδη πολυπλοκότητα του κέντρου της Λιβαδειάς ( και λόγω έλλειψης σήμανσης ) βρίσκεται πάντα σε επαφή με το ποτάμι που τον ταξιδεύει αντίθετα αλλά με απολαυστικό τρόπο στο καλύτερο κομμάτι της πόλης, τις πηγές της Κρύας.
ΑΞΟΝΕΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ







Ανακεφαλαιώνοντας τα παραπάνω , θέτω επιγραμματικά τις προτάσεις μου που θα μπορούσαν να μελετηθούν και να υλοποιηθούν από το Δήμο Λιβαδειάς:
1. Μελέτη συνολικά του υπαίθριου χώρου του περιβάλλοντος του Ξενία , του κάστρου και πεζόδρομου προς την Ιερουσαλήμ
2. Ανακατασκευή και ανάπλαση υπαίθριου χώρου του Ξενία.
3. Ανάδειξη του κάστρου και τουριστική αξιοποίησή του
4. Πρόσβαση στο κάστρο με χρήση τελεφερίκ ή χρήση οδοντωτού τρένου μέσω της οδού Τάκη Λάππα
5. Αξιοποίηση του χώρου του νταμαριού μετά την Ιερουσαλήμ για λόγους αναψυχής και πολιτισμού
6. Μελέτη φωτισμού του ευρύτερου χώρου του Ξενία , των διελεύσεων, και του κάστρου , μετά από διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την δημιουργία μιας πρωτότυπης και μοναδικής οπτικής εμπειρίας
7. Απόκτηση της χρήσης του Ξενία από το δήμο Λιβαδειάς και στη συνέχεια την απόδοσή του σε ιδιώτη- επενδυτή κάτω από πολύ αυστηρά κριτήρια επιλογής.
8. Ανακατασκευή του Ξενία σύμφωνα με τα πρότυπα σχέδια του καθηγητού ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ – ΒΕΝΕΤΑ και χρήση αυτού ως αναψυκτήριο – εστιατόριο
9.  Εξέταση της σύνδεσης της διαχείρισης του Ξενία και του κολυμβητηρίου με τον ιδιώτη επενδυτή για την ανακατασκευή και διαχείριση του χώρου με περισσότερο δημόσιο χαρακτήρα αναψυχής – υδροθεραπείας – κολύμβησης
Ίσως είναι κάτι που θα έπρεπε ο δήμος να σκεφτεί, εφόσον δρομολογηθεί οριστικά η κατασκευή του κλειστού κολυμβητηρίου Λιβαδειάς .
Με τον τρόπο αυτό θα καταφέρει να απεμπλακεί από το κόστος συντήρησης του και ουσιαστικά θα δημιουργηθεί άλλος ένας χώρος ανοικτός όλες τις ώρες της ημέρας , στους δημότες και τους επισκέπτες .

10.  Χάραξη και δημιουργία εσωτερικών μονοπατιών στο μεσαιωνικό κάστρο της Κρύας παράλληλα με τη συντήρηση των παλαιών, όπως και προσπάθεια αποκατάστασης περισσοτέρων τμημάτων του κάστρου για την ολοκλήρωση της συνολικής εξωτερικής εικόνας του .

11.  Δράσεις όπως αναρρίχηση στην ευρύτερη περιοχή του φαραγγιού της Κρύας , ορεινή πεζοπορία και τρέκινγκ, ολοκληρώνουν τον τουριστικό χαρακτήρα με νέες οργανωμένες μορφές που χαρακτηρίζονται από στοιχεία δράσης.
12. Επανασχεδιασμός και εκ νέου δεντροφύτευση του φαραγγιού της Κρύας που τόσα χρόνια είναι παρατημένο στη τύχη του. Ο τρόπος και η επιλογή φυτών και δένδρων κρίνεται εκ του αποτελέσματος αποτυχημένη και ελλιπής.
13. Δημιουργία ποδηλατοδρόμου (μετά από μελέτη του δήμου ) σε όλο το μήκος του ποταμού Έρκυνας με τις κατάλληλες νέες διαμορφώσεις δίπλα και πάνω ίσως από το ποτάμι (όπου δε γίνεται αλλιώς)
14. Σημάνσεις : καταρχάς στις εισόδους της πόλης και δευτερευόντως σε ολόκληρο τον πολεοδομικό ιστό σε καίρια σημεία για την εύκολη πρόσβαση των επισκεπτών. Αναγκαία κρίνεται η πληροφόρηση και διαφήμιση του χώρου της Κρύας σε επίπεδο πόλης αλλά και σε γενικότερο πλαίσιο στη βάση μελετημένης διαφημιστικής προβολής.
15. Δημιουργία δημοτικού χώρου πάρκινγκ στις παρυφές του κέντρου της πόλης .
16. Μίνι μπας για τη εξυπηρέτηση δημοτών και επισκεπτών
17.  Διαμόρφωση περιπάτου σε όλο το τμήμα του ποταμού από τις πηγές έως το διοικητήριο και το μελλοντικό χώρο πάρκινγκ.
18.  Πολεοδομικά και οικονομικά κίνητρα για την ανακαίνιση όλων των όψεων των κτιρίων στις παραποτάμιες όχθες της Ερκυνας αφού πρώτα προηγηθεί αρχιτεκτονικός διαγωνισμός που θα αφορά τις διαμορφώσεις των όψεων αυτών και θα αντιμετωπίζει συνολικά το πρόβλημα των χρωματικών και αισθητικών επεμβάσεων .
19.  Αξιοποίηση, αποκατάσταση και μετατροπή παλαιών παραδοσιακών κατοικιών σε ξενώνες .
20. Δημιουργία μικρών ξενοδοχειακών μονάδων στην περιοχή της Κρύας που να σέβονται όμως το ιδιαίτερο φυσικό κάλλος της περιοχής αλλά και τη μικροκλίμακα του χώρου .
Ο χώρος της Κρύας πρέπει να γίνει η κορωνίδα της ανάπτυξης της πόλης .
Οι κάτοικοι περιοχής θα πρέπει επίσης να πειστούν και αφού ενημερωθούν να εγκρίνουν και να συμμετέχουν ενεργά σε αυτή την προσπάθεια.
Πρέπει λοιπόν ο δήμος Λιβαδειάς να κινηθεί αμέσως προς την κατεύθυνση αυτή. Αρχικό μέλημα η επαναλειτουργία του Ξενία που θα θέσει την περιοχή και τη Λιβαδειά σε νέα αναπτυξιακή τροχιά . Με βάση λοιπόν την τουριστική αξιοποίηση του χώρου, θα μπουν οι βάσεις επίτευξης του στόχου για την ανάπτυξη ολόκληρης της πόλης με προφανείς συνέργειες για όλους τους οικονομικούς τομείς της .

Τελειώνοντας θα ήθελα να αναφέρω και δυο λόγια για το κτίριο του Ξενία.
Η ένταξη του Ξενία στο χώρο μοιάζει να είναι πλήρης. Η οργανική διάρθρωση , ο τρόπος φωτισμού του εσωτερικού χώρου, οι κτισμένοι προσεκτικά τοίχοι του με πέτρα θυμίζουν νησιώτικη ξερολιθιά, δίνοντας ελληνική ταυτότητα στο έργο. Ανατρεπτική κρίνεται και η στέγη του που μοιάζει να ακολουθεί τη συνέχεια του ανάγλυφου του βράχου από πάνω της μέχρι το σημείο της γης.
Το κτίριο συρρικνώνεται οπτικά μοιάζοντας με αρχέγονο καλύβι στην άκρη ενός έρημου τόπου. Το μπαλκόνι πάνω από τον καταρράκτη δείχνει την επιθυμία του δημιουργού του να θέσει τους επισκέπτες του χώρου στην καρδιά του φυσικού περιβάλλοντος όπου και οι ίδιοι θα συμμετέχουν στο ίδιο έργο της φύσης.
Το Ξένια εμπεριέχει όλη τη φρεσκάδα της νιότης και το μεγάλο ταλέντο του δημιουργού του .

* Ο Γιώργος Μπενέτος είναι αρχιτέκτονας και αντιπρόεδρος του Συλλόγου Οι Φίλοι του ΞΕΝΙΑ της Λιβαδειάς.

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο


Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο



«Τὸ Γιάννη τὸ Νυφιώτη καὶ τὸν Ἀργύρη τῆς Μυλωνοῦς τοὺς ἔκλεισε τὸ χιόνι ἀπάν᾿ στὸ Κάστρο, τ᾿ν πέρα πάντα, στὸ Στοιβωτὸ τὸν ἀνήφορο, τ᾿ ἀκούσατε;»
Οὕτως ὡμίλησεν ὁ παπα-Φραγκούλης ὁ Σακελλάριος, ἀφοῦ ἔκαμε τὴν εὐχαριστίαν τοῦ ἐξ ὀσπρίων καὶ ἐλαιῶν οἰκογενειακοῦ δείπνου, τὴν ἑσπέραν τῆς 23ης Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 186... Παρόντες ἦσαν, πλὴν τῆς παπαδιᾶς, τῶν δυὸ ἀγάμων θυγατέρων καὶ τοῦ δωδεκαετοῦς υἱοῦ, ὁ γείτονας ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός, πεντηκοντούτης, οἰκογενειάρχης, ἀναβὰς διὰ νὰ εἴπῃ μίαν καλησπέραν καὶ νὰ πιῇ μίαν ρακιά, κατὰ τὸ σύνηθες, εἰς τὸ παπαδόσπιτο· κι ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ ἡ Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής, ἐλθοῦσα διὰ νὰ φέρῃ τὴν προσφοράν της, χήρα ἑξηκοντούτις, εὐλαβής, πρόθυμος νὰ τρέχῃ εἰς ὅλας τὰς λειτουργίας καὶ νὰ ὑπηρετῇ δωρεὰν εἰς τοὺς ναοὺς καὶ τὰ ἐξωκκλήσια.
«Τ᾿ ἀκούσαμε κι ἡμεῖς, παπᾶ» ἀπήντησεν ὁ γείτονας ὁ Πανάγος, «ἔτσ᾿ εἴπανε».
«Τί εἴπανε; Εἶναι σίγουρο, σᾶς λέω» ἐπανέλαβεν ὁ παπα-Φραγκούλης. «Οἱ βλοημένοι, δὲ θὰ βάλουν ποτὲ γνώση. Ἐπῆγαν μὲ τέτοιον καιρὸ νὰ κατεβάσουν ξύλα, ἀπάν᾿ ἀπ᾿ τοῦ Κουρουπῆ τὰ κατσάβραχα, στὸ Στοιβωτό, ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ γίδι νὰ πατήσῃ. Καλὰ νὰ τὰ παθαίνουν!»
«Μυαλὸ δὲν ἔχουν αὐτὸς οὑ κόσμους, θὰ πῶ» εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ. «Τώρα οἱ ἀθρώποι γινῆκαν ἀποκότοι».
«Νὰ εἴχανε τάχα τίποτα κ᾿μπάνια μαζί τ᾿ς;» εἶπεν ἡ παπαδιά.
«Ποιὸς τοὺ ξέρ᾿;» εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ.
«Θὰ εἴχανε, θὰ εἴχανε κουμπάνια» ὑπέλαβεν ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός. «Ἀλλοιῶς δὲ γενεται. Πήγανε μὲ τὰ ζεμπίλια τους γεμάτα. Καὶ τουφέκι θὰ εἶχαν, καὶ θηλειὲς νὰ σταίνουν γιὰ τὰ κοτσύφια. Εἶχαν πάρει κι ἁλάτι μπόλικο μαζί τους, γιὰ νὰ τ᾿ ἁλατίσουν γιὰ τὰ Χριστούγεννα».
«Τώρα, Χριστούγεννα θὰ κάμουν ἀπάν᾿ στὸ Στοιβωτὸ τάχα;» εἶπε μετ᾿ οἴκτου ἡ παπαδιά.
«Νὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τοὺς ἔφερνε βοήθεια...» ἐψιθυρισεν ὁ ἱερεύς, ὅστις ἐφαίνετο κάτι μελετῶν μέσα του.
Ἦτον ἕως πενήντα πέντε ἐτῶν ὁ ἱερεύς, μεσαιπολιος, ὑψηλός, ἀκμαῖος καὶ μὲ ἀγαθωτάτην φυσιογνωμίαν. Εἰς τὴν νεότητά του ὑπῆρξε ναυτικός, κι ἐφαίνετο διατηρῶν ἀκόμη λανθανούσας δυνάμεις, ἦτο δὲ τολμηρὸς καὶ ἀκάματος.
«Τί βοήθεια νὰ τοὺς κάμουνε;» εἶπεν ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός. «Ἀπ᾿ τὴ στεριά, ὁ τόπος δὲν πατιέται. Ἐρριξε, ἐρριξε χιόνι, κι ἀκόμα ρίχνει. Χρόνια εἶχε νὰ κάμῃ τέτοια βαρυχειμωνιά. Ὁ Ἅη-Θανασης ἐγιν᾿ ἕνα μὲ τὰ Κάμπια. Ἡ Μυγδαλιὰ δὲν ξεχωρίζει ἀπ᾿ τοῦ Κουρούπη».
Ὁ Πανάγος ὠνόμαζε τεσσάρας ἀπεχούσας ἀλλήλων κορυφὰς τῆς νήσου. Ὁ παπα-Φραγκούλης ἐπανέλαβεν ἐρωτηματικῶς:
«Κι ἀπ᾿ τὴ θάλασσα, μαστροΠανάγο;» «Ἀπ᾿ τὴ θάλασσα, παπά, τὰ ἴδια καὶ χειρότερα. Γραιολεβάντες δυνατός, φουρτοῦνα, κιαμέτ. Ὅλο καὶ φρεσκάρει. Ξίδι μοναχό. Ποῦ μπορεῖς νὰ ξεμυτίσης ὄξ᾿ ἀπ᾿ τὸ λιμάνι, κατὰ τ᾿ Ἀσπρόνησο!»
«Ἀπὸ σοφραν τὸ ξέρω, Πανάγο, μὰ ἀπὸ στχβετ;» Ὁ ἱερεὺς ἐπροφερεν οὕτω τοὺς ὅρους 8θρΓ3 νβηίο καὶ 8θίίθ νθπιο, ἤτοι τὸ ὑπερήνεμον καὶ ὑπήνεμον, ἐννοῶν εἰδικώτερον τὸ βορειοανατολικὸν καὶ τὸ μεσημβρινοδυτικόν.
«Ἀπὸ στχβετ, παπά, μὰ εἶναι φόβος μὴν τόνε γυρίση στὸ μαΐστρο».
«Μὰ τότε, πρέπει νὰ πέσουμε νὰ πεθάνουμε» εἶπεν ὡς ἐν συμπερασματι ὁ ἱερεύς. «Δὲν εἶναι λόγια αὐτά, Πανάγο».
«Ἔ, παπά μ᾿, ὁ καθένας τώρα ἔχει τὸ λογαριασμὸ τ᾿. Δὲν πάει ἄλλος νὰ βάλῃ τὸ κεφάλι του στὸν τρουβᾶ, κατάλαβες, γιὰ νὰ γλυτώσ᾿ ἐσένα».
Ὁ παπα-Φραγκούλης ἐστεναξεν, ὡς νὰ ὠκτειρε τὴν ἰδιοτέλειαν καὶ μικροψυχίαν, ἧς ζῶσα ἠχὼ ἐγίνετο ὁ Πανάγος.
«Καὶ τί θὰ πάθουνε, τὸ κάτω κάτω;» ἐπανελαβεν, ὡς διὰ ν᾿ ἀνάπαυση τὴν συνείδησίν του, ὁ μαραγκός. «Νά, θὰ εἶναι χωμένοι σὲ καμμία σπηλιά, τσακμάκι θά ῾χουν μαζί τους, ξύλα μπόλικα. Μακάρι νὰ μοῦ ᾿χε κι ἐμὲ ἡ Παναγαινα ἀπόψε στὴν παραστιὰ μου τὴ φωτιὰ ποὺ θεν᾿ ἔχουν αὐτοί. Γιὰ μία βδομάδα πάντα, θὰ εἴχανε κουμπάνια, καὶ δὲν εἶναι παραπαν᾿ ἀπὸ πέντε μέρες ποὺ ἀγρίεψε ὁ χειμῶνας».
«Νὰ πήγαινε τώρα κανένας νὰ λειτουργήση τὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο» ἐπανελαβεν ὁ ἱερεύς, «θὰ εἶχε διπλὸ μισθό, ποὺ θὰ τοὺς ἔφερνε κι αὐτοὺς βοήθεια. Πέρσυ ποὺ ἦταν ἐλαφροτερος ὁ χειμῶνας, δὲν πήγαμε. Φέτος ποὺ εἶναι βαρύς...»
Καὶ διεκοπη, ὡς νὰ εἶπε πολλά. Ὁ ἀγαθὸς ἱερεὺς εἰχεν ἦθος ἀνθρώπου λέγοντος οἰονει κατὰ δόσεις δ,τι εἶχε νὰ εἴπῃ. Ἐκ τῶν ὑστέρων θὰ φανῆ ὅτι εἶχε τὴν ἀπόφασίν του καὶ ὅτι ὅλα τὰ προοίμια ταῦτα ἦσαν μεμελετημενα.
«Καὶ γιατί δὲν κάνει κάλον καιρὸ ὁ Χριστός, παπά, ἂν θέλῃ νὰ πᾶνε νὰ τὸν λειτουργήσουνε στὴν ἑορτή του;» εἶπεν αὐθαδῶς ὁ μαστροΠανάγος.

Ὁ ἱερεὺς τὸν ἐκοίταξε μὲ λοξὸν βλέμμα καὶ εἰτα ἠπίως τοῦ εἶπε:
«Ἔ, Πανάγο γείτονα, δὲν ξέρουμε, βλέπω, τί λέμε... Ποῦ εἴμαστε ἡμεῖς ἱκανοὶ νὰ τὰ καταλάβουμε αὐτά! Ἄλλο τὸ γενικὸ καὶ ἄλλο τὸ μερικὸ καὶ τὸ τοπικό, Πανάγο. Ἡ βαρυχειμωνιὰ γίνεται γιὰ κάλο, καὶ γιὰ τὴν εὐφορίαν τῆς γῆς καὶ γιὰ τὴν ὑγειαν ἀκόμα. Ἀνάγκη ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει νὰ πᾶνε νὰ τὸν λειτουργήσουνε... Μὰ ὅπου εἶναι μία μερικὴ προαίρεσις καλὴ κι ἔχει κανεὶς καὶ χρέος νὰ πληρώσῃ, ἂς εἶναι καὶ τόλμη ἀκόμα, καὶ ὅπου πρόκειται νὰ βοηθήση κανεὶς ἀνθρώπους, καθὼς ἐδῶ, ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἔρχεται βοηθός, καὶ ἐναντίον τοῦ καιροῦ, καὶ μὲ χίλια ἐμπόδια. Ἐκεῖ ὁ Θεὸς συντρέχει καὶ μὲ εὐκολίας πολλας καὶ μὲ θαῦμα ἀκόμα, τί νομίζεις, Πανάγο; Ἔπειτα, πὼς θέλεις νὰ κάμῃ ὁ Χριστὸς καλὸν καιρό, ἀφοῦ ἄλλες χρονιὲς ἔκαμε καὶ ἡμεῖς ἀπὸ ἀμέλεια δὲν πήγαμε νὰ τὸν λειτουργήσουμε;»
Ὅλοι οἱ παρόντες ἠκροασθησαν ἐν σιωπῇ τὴν σύντομον καὶ αὐτοσχέδιον ταύτην διδαχὴν τοῦ παπά. Ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ ἔσπευσε νὰ εἴπῃ:
«Ἀλήθεια, παπά μ᾿, δὲν εἶναι κάλο πρᾶμα αὐτοδά, θὰ πῶ, ν᾿ ἀφήνουν τόσα χρόνια τώρα τὸ Χριστὸ ἀλειτούργητο τὴν ἡμέρα τῆς Γέννας του... Γιὰ τοῦτο θὰ μᾶς χαλάσ᾿ κι οὑ Θεός!»
«Κι εἴχαμε κάμει κι ἕνα τάξιμο πέρυσι τὸ Δωδεκαμερο — ἀλήθεια, παπαδιά;» εἶπεν αἴφνης στραφεῖς πρὸς τὴν συμβίαν του ὁ ἱερεύς.
Ἡ παπαδιὰ τὸν ἐκοίταξεν ὡς νὰ μὴν ἐνόει.
«Ὅπου ἦταν ἄρρωστος αὐτὸς ὁ Λαμπράκης» ἐπανελαβεν ὁ ἱερεύς, δεικνύων τὸν δωδεκαετῆ υἱόν του. «Θυμᾶσαι τὸ τάμα ποὺ κάμαμε;»
Ἡ παπαδιὰ ἐσιωπα.
«Ἔταξες, ἂν γλυτώσῃ, νὰ πᾶμε ᾿σα μπροστὰ νὰ λειτουργήσουμε τὸ Χριστό, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του».
«Τὸ θυμοῦμαι» εἶπε σείουσα τὴν κεφαλὴν ἡ παπαδιά.

Τῷ ὄντι, ὁ μόνος υἱὸς τοῦ παπᾶ, ὁ δωδεκαετὴς Σπῦρος, ὃν αὐτὸς ἀπεκαλει εἰρωνικῶς καὶ θωπευτικως Λαμπράκην, ἕνεκα τῆς ἄκρας ἰσχνότητος καὶ ἀδυναμίας, ἐξ ἧς ἐφεγγεν οἰονεὶ τὸ προσωπάκι του, εἶχε κινδυνεύσει ν᾿ ἀποθάνῃ πέρυσι τὰς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων. Ἡ παπαδιά, ἥτις ἤγγιζεν ἤδη τὸ πεντηκοστὸν καὶ τὸν εἶχε μόνον καὶ ὑστερόγονον, κατόπιν τεσσάρων ἐπιζώντων κορασιῶν, ὧν αἱ δυὸ πρῶται ἦσαν ὑπανδρευμέναι ἤδη, καὶ μετὰ ὀκτὼ γέννας, ὧν αἱ δυὸ δίδυμων, καὶ πέντε θανάτους, ἡ παπαδιὰ εἶχε τάξει, ἂν ἐγλύτωνε τὸ ἀγόρι της, νὰ ὑπάγῃ τοῦ χρόνου νὰ λειτουργήσῃ τὸν Χριστόν.
Τὸ ἐνθυμεῖτο καὶ τὸ ἐσυλλογίζετο πρὸ ἡμερῶν, καὶ ἀπ᾿ ἀρχῆς τῆς ὁμιλίας τοῦ παπᾶ αὐτὸ μόνον ἐσκέπτετο. Ἀλλ᾿ ἐβλεπεν ὅτι ἐφέτος θὰ ἦτο δυσκολωτατον, φοβερόν, ἀνήκουστον τόλμημα, ἕνεκα τοῦ βαρέος χειμῶνος, καὶ ἐφρόνει ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἦτο συγγνώμων καὶ θὰ παρεχωρει νέαν προθεσμίαν.
Ἐν τούτοις, γνωρίζουσα τὴν συνήθη τακτικὴν τοῦ παπᾶ, ὡς καὶ τὴν ἰσχυρογνωμοσύνην του, ἀπεφασισεν ἐνδομύχως νὰ μὴ ἀντιλέξῃ. Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ ἄλλο τί ἠρωίκωτερον καὶ εἰς πολλοὺς ἀπίστευτον ὅπου ἀποφασίσῃ νὰ ὑπάγῃ ὁ παπάς, νὰ ὑπάγῃ κι αὕτη μαζί του.

Ἦτο γυνὴ δειλοτάτη, ἀλλὰ μόνον ἐνόσῳ εὑρίσκετο μακρὰν τοῦ παπᾶ. Ὅταν ἦτο πλησίον τοῦ παπᾶ της, ἐλάμβανε θάρρος, ἡ καρδία της ἐζεσταίνετο καὶ δὲν ἐφοβεῖτο τοὺς κινδύνους. Ἐὰν τυχὸν ἀνεχώρει ὁ παπὰς χωρὶς αὐτῆς, νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ Κάστρον, ἡ καρδούλα της θὰ ἔτρεμεν ὡς τὸ πουλάκι τὸ κυνηγημένον. Ἀλλ᾿ ἐὰν τὴν ἔπαιρνε μαζί του, θὰ ἦτο ἡσυχωτάτη.
Ἡ μεγάλη κόρη, ἡ εἰκοσαέτις τὸ Μυγδαλιώ, ἐνόησεν ἀμέσως τὰ τρέχοντα, καὶ ἤρχισε, παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς μητρός της καθημένη, πλησίον τῆς ἑστίας, νὰ ὁλολύζῃ ταπεινῇ τῇ φωνῇ εἰς τὸ οὖς τῆς μητρός της:
«Ποῦ θὰ πᾶτε, θὰ πῶ; Παλαβώσατε, θὰ πῶ; Μὲ τέτοιον καιρό! νὰ πᾶτε στὸ Κάστρο; Ὤχ, καημένη... Τί νὰ γίνω;»
Ἡ νεώτερα κόρη, ἡ δεκαεξαέτις τὸ Βασώ, ἀρχίσασα καὶ αὕτη νὰ ἐννοῇ, ὑπεψιθύρισε:
«Τί λέει; Θὰ πᾶνε στὸ Κάστρο; Κι ἄρχισες τὰ κλάματα! Μουρλάθηκες; Σιώπα, θὰ μὲ πάρουν κι ἐμὲ μαζί. Θὰ μὲ πάρετε, μά;»
«Σούτ! Λ᾿φάξτε!» εἶπεν αὐστηρῶς ἡ παπαδιά. «Τί τρέχει;» εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ, ἀκούσασα τοὺς ψιθυρισμοὺς ἐκεῖθεν τῆς ἑστίας.
«Τίποτε, Μαλαμῶ» εἶπε μὲ αὐστηρὸν βλέμμα ὁ παπάς. «Ἡσύχασε, Πανάγο» εἶπε, στραφεῖς πρὸς τὸν γείτονα τὸν μαραγκόν, εὑρὼν εὔσχημον τρόπον νὰ τὸν ἀποπέμψη, «δὲν πᾷς, νὰ ᾿χης τὴν εὐχή, νὰ πῇς τοῦ μπαρμπα-Στεφανὴ τοῦ Μπέρκα νὰ ᾿ρθῇ ἀπὸ ᾿δω; Τόνε θέλω νὰ τ᾿ πῶ».
Ὁ Πανάγος ὁ μαραγκὸς ἠγέρθη, ὑψηλός, μεγαλόσωμος, ὀλίγον κυρτός, τινάαξας τὰ σκέλη του.
«Πηγαίνω, παπά» εἶπε. «Θέλω κι ἐγὼ νὰ πάω νὰ ἰδῶ μὴ μο᾿ ᾿χὴ τίποτα ἡ Παναγαινα γιὰ νὰ φαμ᾿ ἀπόψε».
«Πήγαινε νὰ τοῦ πῇς πρῶτα, κι ὕστερα γυρίζεις καὶ τρῶτε».
«Ἡ εὐχή σας. Καληνυχτᾷ, παπαδιά». Καὶ ἐξῆλθε.
«Τί λέει, θὰ πῶ» εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ Πανάγου, «θὰ πᾷς στὸ Κάστρο, παπά;»
«Νὰ ἰδοῦμε τί θὰ μᾶς πῇ κι ὁ μπαρμπα-Στεφανης ὁ Μπερκας».
«Ἰγω, ἐναςιμ» εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ, «ἀ᾿ θε᾿ πᾶς, ἐρχουμι».

«Κι ἰγώ» εἶπεν ἡ παπαδιά.
«Δὲν εἶναι γιὰ νὰ ᾿ρθης ἐσύ, παπαδιά» εἶπεν ὁ ἱερεύς. «Φτάνει ποὺ θὰ κακοπαθησω ἐγώ. Δὲν πρέπει νὰ λείψουμε κι οἱ δυὸ ἀπ᾿ τὸ σπίτι».
«Ἰγω τὸ ᾿καμα τοῦ τάμα» εἶπεν ἡ παπαδιά.
«Μὰ ἂν πάω ἐγώ, τὸ ἴδιο εἶναι».
«Δὲν εἶμαι ἥσυχη, ἂν δὲν εἶμαι κουντά σου, παπά μ᾿» εἶπεν ἡ παπαδιά.
«Κι ἠμας, ποὺ θὰ μᾶς ἀφήσετε!» ἔκραξε μὲ δάκρυα εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τὸ Μυγδαλιω.
«Σιωπᾷ, καημένη» εἶπε τὸ Βάσω. «Θὰ μὲ παρ᾿νὲ κι ἐμένα μαζί, σιωπᾷ!»
«Ναί, ἐσενὰ σ᾿ φαίνεται πὼς εἰσ᾿ ἀκόμα μικρή, χαδουλα μ᾿! Γιατί ἐτσ᾿ σ᾿ ἐμάθανε. Δὲ φταὶς ἐσύ!» εἶπε τὸ Μυγδαλιω, ἐκχυνουσα τὴν ἐνδόμυχον ζηλειαν τῆς ἐπὶ τὴ τύχη τῆς ἀδελφῆς της, ἥτις, ὡς μικρότερα, δὲν εἶχε κρυφθῆ ἀκόμη, ἤτοι δὲν ἀπειργετο τῆς κοινωνίας ὡς αἱ πρὸς γάμον ὥριμοι, καὶ ἀπελαυε σχετικῆς τίνος ἐλευθερίας.

Ὁ μικρὸς Λαμπράκης εἶχε πέσει ἐπὶ τὸν τράχηλον τῆς μητρός του.
«Θὰ μὲ πάρετε κι ἔμενα μαζί, μάννα;» ἐψιθυρισε περιπτυσσομενος τὸν λαιμόν της.
«Τί λές, χαδουλη μ᾿! Τί λές, πιδι μ᾿» ἀπήντησε φιλοῦσα αὐτὸν ἡ παπαδιά. «Ἐγώ, ἂν πάω, γιὰ σενα θὰ πάω, γυιὲ μ᾿, κι ἂν ἀπομείνω, γιὰ σενα θ᾿ ἀπομείνω, γυιοκα μ᾿, γιὰ νὰ μὴν κρυώσης. Ὅπως ἀποφασίση ὁ παππας σ᾿, μικρὸ μ᾿. Τώρα, σύρ᾿ νὰ πῇς τὴν προσευχὴ σ᾿ καὶ νὰ κάμῃς μετάνοια τ᾿ παππᾶσ᾿, νὰ πλαγιάσῃς, γιὰ νὰ μὴ μαργώνῃς, κανάρι μ᾿!» «Ναί, θὰ πᾷς, ἀμ᾿ δὲ θὰ πᾷς!» ἔκραξε τὸ Μυγδαλιώ, ἀπαντῶσα εἰς ἓν ρῆμᾳ τῆς μητρός της.
«Σιωπᾶτε! Ἀκόμα δὲν ἀποφασίσαμε τίποτε, κι ἐσηκωσατ᾿ ἐπανάσταση» εἶπεν ὁ παπάς. «Νὰ ἰδοῦμε τί θὰ μᾶς πῇ κι ὁ μπαρμπα-Στεφανης».
Εἰτα στραφεὶς πρὸς τὴν παπαδιά: «Μᾶς φέρανε τίποτε λειτουργίες, μπαριμ]» Ἡ παπαδιὰ ἔδειξε διὰ τοῦ βλέμματος, σκεπασμενας μὲ ραβδωτὴν διχρουν σινδονα, τὰς ὀλιγας προσφορᾶς, ὄσας εἲ᾿ χᾶν φέρει εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἱερέως τινὲς τῶν ἐνοριτισσῶν, μελλουσαι νὰ μεταλαβωσι τὴ ἐπαύριον, παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων. Ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ τὰς εἰχεν ἰδεῖ πρὸ πολλοῦ, καὶ προσεπαθει νὰ τὰς ξεσκεπάση οἰονει μὲ τὰς ἀκτῖνας τοῦ βλέμματος, νὰ μαντευσῃ ὡς πόσαι νὰ ἦσαν.
«Μᾶς βρίσκεται καὶ τίποτε παξιμάδι;» ἠρωτησε πάλιν ὁ ἱερεύς.
«Θὰ ἔμεινε κάτι ὀλίγο ἀπ᾿ τῆς Παναγίας. Ὅλο τὸ Σαρανταήμερο ζυμώνομε κι τρῶμε ἀπ᾿ τὰ βλογούδια» εἶπεν ἡ πρεσβύτερα.
Βλογούδια ἦσαν οἱ μικροὶ σταυροσφράγιστοι ἀρτίσκοι, οἱ προσφερόμενοι ὑπὸ τῶν ἐνοριτῶν εἰς τοὺς οἴκους τῶν ἱερέων κατὰ τὸ Σαρανταήμερον. Ἀντὶ ὅμως ἀρτισκων, αἱ περισσοτεραι* ἐνοριτισσαι κατὰ τοὺς τελευταίους χρόνους ἐπροτιμων νὰ προσφερωσιν ἁπλουν ἄλευρον, καὶ διὰ τοῦτο ἡ παπαδιὰ εἶπεν ὅτι «ἐζυμωναν ἀπ᾿ τὰ βλογούδια».

Βῆμα ἠκουσθη εἰς τὸν πρόδομον. Ἠνοιχθη ἡ θύρα καὶ εἰσῆλθεν ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς ὁ Μπέρκας, ὑψηλός, στιβαρός, σχεδὸν ἑξηκοντούτης, μὲ παχὺν φαιὸν μύστακα, μὲ σκληρὸν καὶ ἠλιοκαὲς δέρμα, φορῶν πλατὺν κοῦκκον καὶ καμιζόλαν μάλλινην βαθυκυανον, μὲ τὸ ζωνάρι κόκκινον, δυὸ πιθαμὲς πλατύ. Κατόπιν τούτου ἐφανη καὶ ἄλλη μορφή, ὀρθὴ ἱστάμενη παρὰ τὴν θύραν. Ἦτο ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός, ὅστις, ἂν καὶ εἰχεν ἀφήσει τὴν καλὴν νύκτα, εἰπὼν ὅτι θὰ μετέβαινεν οἴκαδε νὰ δειπνήσῃ, οὐχ ἧττον, κεντηθείσης, φαίνεται, τῆς περιεργείας του νὰ μάθῃ τί τὸν ἤθελαν τὸν μπαρμπα-Στεφανὴ τὸν Μπέρκαν, ἀνέβη καὶ πάλιν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ παπά.
«Καπετὰν Στεφανή» εἶπεν ὁ ἱερεύς, «τί λές, μ᾿ αὐτὸν τὸν καιρὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ πάῃ στὸ Κάστρο μὲ τ᾿ βάρκα, ἀπὸ στχβετ;»
«Ἀπὸ στχβετ; Μὲ τ᾿ βάρκα; Στὸ Κάστρο;» ἠκούσθη ἀπὸ τῆς θύρας ὡς καινή τις πρωθύστερος καὶ ἀνάστροφος ἐρωτηματικὴ ἠχώ.
Ἦτο ὁ μαστρο-Πανάγος ὁ μαραγκός, μὲ τὴν κεφαλὴν προέχουσαν εἰς τὸ ἀνώφλιον, μὲ τὴν μίαν πλευρὰ οἰονεὶ κολλημένην ἐπὶ τοῦ παραστάτου.
Ἀλλ᾿ ὁ μπαρμπα-Στεφανης, μόλις ἠκουσε τὴν ἐρώτησιν τοῦ ἱερέως, καὶ χωρὶς νὰ σκεφθῆ πλέον τοῦ δευτερολέπτου, μὲ τὴν χονδρήν, ταχεῖαν κι ἐμπερδεμενην προφοράν του, ἀνέκραξε:
«Μπράβο, μπράβο! Ἀκοῦς, ἀκοῦς! Στὸ Κάστρο; μετὰ χαρᾶς! Ὄρεξη νὰ ᾿χης, ὄρεξη νὰ ᾿χης, παπά!»
«Νὰ ἄνθρωπος!» εἶπεν ὁ παπάς. «Ἔτσι σὲ θέλω, Στεφάνη! Τί λές, εἶναι κίνδυνος;»
«Κίντυνος, λέει; Ντὶπ καταντίπ, καθολ᾿! Ἐγώ σας παίρνω ἀπάνου μ᾿, παπά. Μοναχὰ πὼς μπορεῖ νὰ κρυώσετε, τίποτε ἄλλο. Θὰ ᾿ρθῆ κι ἡ παπαδιά, θὰ ᾿ρθῆ κι ἄλλος κόσμος, πολὺς κόσμος; Ἡ βάρκα εἶναι μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει κι τριάντα νοματοι, κι σαράντα νοματοι, κι μ᾿ οὐλὲς τὶς κουμπχνιές σᾶς, μὲ τὰ σεγίχ σας, μὲ τὰ πράματά σας. Κι ἡ φουρτοῦνα τώρα, κατάλαβες, ὅσο πάει κι πεφτ᾿. Ταχιὰ θὰ ᾿χουμε καλωσυνη, μπονάτσα, κάλμα. Ὅλο κι καλωσ᾿νεύει, νά, τώρα καλωσυνεψε!»


Ὡς διὰ νὰ ψευσῃ τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ γέροντος πορθμέως, ὀξὺς συρριγμος παγεροῦ βορρᾶ ἠκουσθη, σείων τὰ δένδρα τοῦ κήπου καὶ τοὺς ξυλοτοίχους τοῦ μαγειρείου ἐπὶ τοῦ σκεπαστοῦ ἐξωστου τῆς οἰκίας, αἱ ὕελοι δὲ καὶ τὰ παράθυρα ἀπήντησαν διὰ γοεροῦ στεναγμοῦ.
«Νά, ἀκοῦς; Καλωσύνεψε!» εἶπε καγχάζων θριαμβευτικως ὁ μαστροΠανάγος.
«Σιωπᾷ ἐσύ, δὲν ξερ᾿ς ἐσύ» ἀνεκραξεν ὁ Στεφάνης. «Ἐσὺ ξερ᾿ς νὰ πελεκᾷς στραβόξυλα καὶ νὰ καρφώνῃς μαδέρια. Αὕτη εἶναι ἡ στερνὴ δύναμη τῆς φουρτούνας, εἶναι ἀέρας ποὺ ψ᾿χομαχαει. Αὔριο θὰ μαλακωσ᾿ ὁ καιρός, σᾶς λέω ἐγώ. Μπορεῖ νὰ ᾿χουμε ἀκόμα καὶ καμμία μικρὴ χιόνια, δέ σας λέω, μὰ ἠμεις, ἀπὸ στχβετ, ἀνάγκη δὲν ἔχουμε».
«Καὶ σὰν τόνε γυρίση στὸ μαΐστρο;» ἐπεμεινεν ὁ μαραγκός.
«Κι χωρὶς νὰ τόνε γυρίση στὸ μαΐστρο, ἐγὼ σ᾿ λέω πὼς ἀπ᾿ τὴν Κεχριὰ κι ἐκεῖ θεν᾿ ἔχουμε θχλχσσιτσχ» εἶπε τριβῶν τὰς χεῖρας ὁ Στεφάνης. «Αὐτὰ εἶναι χποθσχλχσιες καὶ δὲ λείπουν, κατάλαβες, κι ὁ κόρφος μπουκάρει ὁλοένα, κι οὖλο στρίβει. Μὰ δέ μας πειραζ᾿ ἠμας αὐτό. Ἐγώ σας παίρνω ἀπάνου μ᾿, ὁ Στεφάνης σας παίρνει ἀπαν᾿ τ᾿!»
«Μπράβο, Στεφανή, τώρα μ᾿ ἔκαμες ν᾿ ἀποφασίσω. Ἤπιες ρακί; Τράβα κι ἄλλο ἕνα» εἶπεν ὁ παπάς.
«Ἔχω πιεῖ πέντ᾿ ἓξ ὡς τώρα, ἔτσι νὰ ᾿χω τὴν εὐχὴ σ᾿, παπά».·
«Πιὲ κι ἄλλο ἕνα νὰ γίνουν ἑφτά».
Ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς ἐρρόφησε γενναίαν δόσιν ἐκ τῆς μικρᾶς φιάλης, τῆς πάντοτε κενουμένης καὶ οὐδέποτε στειρευούσης, τοῦ ἱερατικοῦ μελάθρου.
«Εἴσαστ᾿ ἕτοιμοι, εἴσαστ᾿ ἕτοιμοι;» εἶπεν ἀκολούθως. «Πῆρες τὰ ἱερά σ᾿, παπά, τὰ χαρτιά σ᾿ οὖλα, τὰ ᾿χεις ἕτοιμα; Ἔχετε τίποτε πράματα νὰ σᾶς κουβαλήσω, γιὰ νά ᾿μαστ᾿ ἀσένιο;»
«Ἀπὸ τώρα;» εἶπεν ὁ παπα-Φραγκούλης. «Ἀπὸ τώρα! Τί λές; Νὰ εἴμαστ᾿ ἀπρόντο, παπά. Ἐγὼ στὲς δυὸ θὰ ᾿ρθω νὰ σᾶς φωνάξω, κι ἐσεῖς νὰ εἴσαστ᾿ ἀλέστα. Διάβασε τί θὰ διαβάσῃς, παπά, κι στὲς τρεῖς νὰ μπαρκάρουμε».
«Ἐγὼ θὰ εἶμαι ξυπνητὸς ἀπ᾿ τὴ μία» εἶπεν ὁ ἱερεύς, «γιατί ἔχω τὸ ξυπνητήρι μου... Κι ἔπειτα, εἶμαι μοναχός μου ξυπνητήρι. Μὰ στὲς τρεῖς, εἶναι πολὺ νωρίς. Νὰ χαράξη, Στεφάνη, καὶ νὰ μπαρκάρουμε».
«Στὲς τρεῖς, στὲς τεσσερες, παπά, γιὰ νὰ μὴν πέση ὁ ἀέρας, νὰ τὸν ἔχουμε πρύμα ὡς τὲς Κουκ᾿ναριές, νά ᾿χουμε μέρα μπροστά μας. Ἀπὸ ᾿κεῖ ὡς τὸ Μανδράκι κι ὡς τὸν Ἀσέληνο, τραβοῦμε σιγὰ σιγὰ μὲ τὸ κουπί. Ἀπὸ ᾿κεί ὡς τὶς Κεχρεὲς κι ὡς τὴν Ἅγια Ἑλένη, θὰ μᾶς παίρνῃ ἀγάλι ἀγάλια μὲ τὸ πανάκι. Κι ἀπ᾿ τὴν Ἅγια Ἑλένη κι ἐκεῖ, ἂν δὲν μπορέσουμε νὰ μ᾿ντάρουμε...»
«Ἔ, ὕστερα;»
«Ἐγὼ θαλασσώνω καὶ βγαίνω στὴ στεριά, καὶ σᾶς τραβῶ μὲ τὴν μπαρούμα ὡς τὸν Ἅη Σώστη».


Ἐκάγχασαν ὅλοι πρὸς τὸν ἀστεϊσμὸν τοῦ ἁπλοϊκοῦ ναύτου, ὁ δὲ παπ~[ας, ὅστις ἐφοβεῖτο καὶ αὐτὸς τὴν τροπὴν τοῦ ἀνέμου εἰς τὸ μέρος περὶ οὗ ὁ λόγος, παρετηρησε πρὸς παραμυθίαν τῶν ἀκροατῶν:
«Μὰ ἐγὼ λέω ὅτι θὰ μπορέσουμε στεριὰ νὰ τραβήξουμε στὴν ἀκρογιάλια, τὸν κρεμνα τὸν ἀνήφορο. Ὅσο ψηλὰ κι ἂν τὸ στοίβαξε τὸ χιόνι στὰ βουνά, στὲς ἀκρογιαλιὲς ὁ τόπος πατιέται».
Ἔμειναν σύμφωνοι, νὰ ἔλθῃ ὁ λεμβοῦχος νὰ τοὺς δώσῃ εἴδησιν εἰς τὰς τρεῖς διὰ νὰ ἑτοιμασθοῦν, καὶ εἰς τὰς τεσσάρας νὰ ἐκκινήσωσιν. Ὁ παπα Φραγκούλης διέταξε νὰ τεθῶσιν εἰς σάκκους αἱ προσφοραί, ὅσας εἶχε, καὶ τινὰ δίπυρα, καὶ εἰς δυὸ μεγάλα κλειδοπινάκια ἔθεσεν ἐλαίας καὶ χαβιάρι. Ἐγέμισε δυὸ ἑπταοκάδους φλάσκας μὲ οἶνον ἀπὸ τὴν ἐσοδείαν του. Ἐτυλιξεν εἰς χαρτιὰ δυὸ ἢ τρία ξηροχτάποδα, καὶ μικρὸν κυτίον τὸ ἐγέμισεν ἰσχάδας καὶ μεγαλορράγας σταφίδας. Τὰ δύο παπαδοκόριτσα, μὲ τὰ παράπονα καὶ τοὺς γογγυσμούς της ἡ μία, μὲ τοὺς κρυφίους γέλωτας καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς συμμετοχῆς τοῦ ταξιδιοῦ ἡ ἄλλη, ἔβρασαν ὅσα αὐγὰ εἶχαν, ἕως τεσσάρας δωδεκάδας, καὶ τὰ ἔθεσαν εἰς τὸν πάτον ἑνὸς καλαθιοῦ, τὸ ὁποῖον ἀπεγέμισαν εἶτα μὲ δυὸ πρόσφορα τυλιγμένα εἰς ὀθόνας, μὲ κηρία καὶ μὲ λίβανον. Προσέτι ὁ παπα-Φραγκούλης εἶχε παρακαλέσει τὸν μπαρμπα-Στεφανῆν νὰ περάσῃ ἀπὸ τὰ σπίτια δυὸ ἐμποροπλοιάρχων φίλων του, ἐκ τῶν παραχειμαζόντων μὲ τὰ πλοῖα των εἰς τὸν λιμένα, νὰ τοὺς παρακαλέσῃ ἐκ μέρους του νὰ τοῦ στείλουν, ἂν τοὺς εὑρίσκετο, ὀλίγον κρέας σάλαθο, ἐξ ἐκείνου τὸ ὁποῖον μαγειρεύουν εἰς τὰ πλοῖα τὰ ἐκτελοῦντα μακροὺς πλοῦς. Ἐκεῖνοι φιλοτιμηθέντες ἔστειλαν δυὸ μεγάλα τεμάχια, ἕως πέντε ὀκάδας τὰ δύο.


Ὅλας ταύτας τὰς προμηθείας ἔκαμνεν ὁ παπᾶς προβλεπτικῶς διὰ τοὺς ἀποκλεισθέντας εἰς τὸ βουνὸν ἀπὸ τὴν χιονα, περὶ ὧν ἔγινε λόγος ἐν ἀρχῇ, καθὼς καὶ δι᾿ ἑαυτὸν καὶ τοὺς μεθ᾿ ἐαυτοῦ συνεκδημήσοντας προσκυνητάς, καθ᾿ ὅσον ἐνδεχόμενον ἦτο νὰ θυμώσῃ καὶ πάλιν ὁ καιρὸς καὶ νὰ τοὺς κλείσῃ ὁ χειμὼν εἰς τὸ Κάστρον, ἂν ἐν τοσούτῳ ἐμελλον νὰ φθασωσιν εἰς τὸ Κάστρον σῶοι καὶ ὑγιεῖς.
Πρὶν κατακλιθῇ, ὁ παπα-Φραγκούλης ἔστειλε μήνυμα εἰς τὸν συνεφημέριόν του τὸν παπα-Ἀλέξην, ὅστις ἄλλως ἦτο καὶ ὁ ἐφημέριος τῆς ἑβδομάδος, ὅτι δὲν θὰ ἦτο συλλειτουργὸς τὴν ἐπιοῦσαν, παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων, ἐν τῷ ἐνοριακῷ ναῷ, καθ᾿ ὅσον ἀπεφάσισε, σὺν Θεῷ βοηθῷ, νὰ ὑπάγῃ νὰ λειτουργήσῃ τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸ Κάστρον.
Εἶχαν πάρει εἴδησιν ἀφ᾿ ἑσπέρας δυὸ τρεῖς ἐνοριτισσαι, γειτόνισσαι τοῦ παπᾶ, διότι ὁ Πανάγος ἐξελθὼν ἀνεκοίνωσε τὸ πρᾶγμα εἰς τὴν γυναῖκα του, καὶ αὕτη τὸ διηγήθη εἰς τὰς γειτόνισσας. Ἐπίσης καὶ ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ ἐστάλη νὰ φέρῃ εἴδησιν εἰς τὸν κὺρ Ἀλεξανδρὴν τὸν ψαλτην, μεθ᾿ ὃ ἐξελθοῦσα ἔσπευσε νὰ προσηλυτίσῃ δυὸ ἢ τρεῖς πανηγυριστὰς καὶ ἄλλας τόσας προσκυνητρίας.
Ὅταν ἔμελλον νὰ ἐπιβιβασθῶσιν, εὑρέθησαν δεκαπέντε ἄτομα. Ἡ ἀπόφασις τοῦ παπᾶ καὶ ἡ γενναιότης τοῦ μπαρμπα-Στεφανῆ, μετὰ τὴν πρώτην ἔκπληξιν, ἐνέβαλε θάρρος εἰς ἄνδρας καὶ γυναικάς. Ἦσαν δὲ ὅλοι ἐξ ἐκείνων, οἵτινες συχνὰ τρέχουσιν, ἄρρητον εὑρίσκοντες ἡδονήν, εἰς πανηγύρια καὶ εἰς ἐξωκκλήσια. Ἦσαν ὁ παπα-Φραγκούλης μετὰ τῆς παπαδιᾶς, τῆς Βάσως καὶ τοῦ Σπύρου, ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς μετὰ τοῦ δεκαεπταετοῦς υἱοῦ, ὅστις ἦτο καὶ ὁ ναύτης του, ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ, ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ὁ ψάλτης, τρεῖς ἄλλοι πανηγυρισταὶ καὶ τέσσαρες προσκυνήτριαι. Τὴν τελευταίαν στιγμὴν προσετέθη καὶ δέκατος ἕκτος.
Οὗτος ἦτο ὁ Βασίλης τῆς Μυλωνοῦς, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἀργύρη, τοῦ ἀποκλεισμένου ἀπὸ τὰς χιόνας. Ἦλθεν εἰς τὴν ἀποβάθραν μὲ σάκκον πλήρη τροφίμων καὶ μὲ ἄλλα τινα ἐφόδια διὰ τὴν ἐκδρομήν. Ἰδὼν αὐτὸν ὁ ἱερεύς:
«Πῶς τὸ ἔμαθες, Βασίλη;» τοῦ λέγει.
«Τὸ ἔμαθα, παπᾶ, ἀπ᾿ τὸ μαστρο-Πανάγο τὸ μαραγκό».
«Τί ὥρα καὶ ποῦ τὸν εἶδες;»
«Κατὰ τὰς δέκα τὸν ηὗρα εἰς τὸ καπηλειὸ τοῦ Γιάννη τοῦ Μπουμπούνα. Εἶχε φάει ψωμὶ κι ἐβγῆκε νὰ πιῇ δυὸ τρία κρασιὰ μὲ τὸ ἰσνάφι. Ἔλεγε πὼς ἀποφασίσατε νὰ πᾶτε στὸ Κάστρο, καὶ σᾶς ἐκατάκρινε γιὰ τὴν τόλμη. Μὰ ἐγὼ τὸ χάρηκα, γιατὶ ἀνησυχῶ γιὰ κεῖνον τὸν ἀδερφό μου, καὶ θέλω νὰ ᾿ρθῶ μαζί σας, ἂν μὲ παίρνετε».
«Ἂς εἶναι, καλῶς νά ᾿ρθῃς» εἶπεν ὁ ἱερεύς.
Ἐξέπλευσαν. Ἐστράφησαν πρὸς τὸ μεσημβρινοδυτικὸν τοῦ λιμένος, κι ἔβαλαν πλώρη τὸ ἀκρωτήριον Καλαμάκι. Ὁ ἄνεμος ἦτο βοηθητικὸς καὶ ὁ πλοῦς εὐοίωνος ἤρχιζε. Ναὶ μὲν ἐκρύωναν πολύ, ἀλλ᾿ ἦσαν ὅλοι βαρεως ἐνδεδυμε·νοι. Ὁ παπᾶς ἐκάθισεν εἰς τὸ πηδάλιον φορῶν τὴν γούναν του. Ἡ πρεσβύτερα εἶχε τὸ σάλι της τὸ διπλό, ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ εἶχε τὸ βαρὺ γουνάκι καὶ τὴν κουζουκά της. Ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς ἦτο μὲ τὴν νιτσεράδα του, μὲ τὸν κηρωτὸν πῖλον του, μὲ τὸν ἱμάντα δεδεμένον ὑπὸ τὸν πώγωνα, μὲ τὰ μακρὰ πτερύγια σκεπάζοντα τὰ ὦτα, καὶ ὁ υἱός του Σπῦρος, ὁ καλούμενος κοινῶς τὸ Μπερκάκι, μὲ τὰς πρεκνάδας καὶ μὲ τὰς βούλλας εἰς τὸ πρόσωπον, ἦτο μὲ τὰ μανίκια τῆς μάλλινης καμιζόλας του ἀνασφουγγωμένος ὡς τοὺς ἀγκῶνας.
Εὐτυχῶς δὲν ἐχιόνιζεν, ἀλλ᾿ ὁ ἄνεμος ἦτο παγερός. Αἴθριος ὁ οὐρανός, σταυρωμένος ἀπὸ τὸν βορρᾶν. Ἡ σελήνη ἦτο εἰς τὸ πρώτον τέταρτον καὶ εἶχε δύσει πρὸ πολλοῦ. Τὰ ἄστρα ἔτρεμαν εἰς τὸ στερέωμα, ἡ πουλιὰ ἐμεσουράνει, ὁ γαλαξίας ἔζωνε τὸν οὐρανόν. Ὁ πῆχυς καὶ ἡ ἄρκτος καὶ ὁ ἀστὴρ τοῦ πόλου ἔλαμπαν μὲ βαθεῖαν λάμψιν ἐκεῖ ἐπάνω. Ἡ θάλασσα ἐφρισσεν ὑπὸ τὴν πνοὴν τοῦ βορρᾶ, καὶ ἠκούοντο τὰ κύματα πλήττοντα μετὰ ρόχθου τὴν ἀκτήν, εἰς ἣν μελαγχολικως ἀπηντα ὁ φλοῖσβος τοῦ ὕδατος περὶ τὴν πρῷραν τῆς μεγάλης καὶ δυνατῆς βάρκας.
Ἔκαμψαν τὸ Καλαμάκι καὶ ἀκόμη δὲν εἶχε χαράξει. Ἤρχισε μόλις νὰ γλυκοχαράζῃ πέραν τῆς ἀγκάλης τοῦ Πλατάνια. Ἔφεξαν εἰς τὸν Στρουφλια, ἀντίκρυ τοῦ τερπνοῦ καὶ συνηρεφοὺς δάσους τῶν πιτυων, ἐξ οὗ ἡ θέσις ὀνομάζεται Κουκ᾿ναριες. Τότε οἱ ἐπιβαται εἰδον ἀλληλους ὑπὸ τὸ πρώτον λυκόφως τῆς ἡμέρας, ὡς νὰ ἔβλεπαν ἀλληλους πρώτην φορᾶν. Πρόσωπα ὤχρα καὶ χείλη μελανά, ρῖνες ἐρυθραι καὶ χεῖρες κοκκαλιασμεναι. Ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ εἰχεν ἀποκοιμηθῆ δὶς ἤδη ὑπὸ τὴν πρύμνην, ὅπου ἐσκεπε τὸ πρόσωπόν της μὲ τὴν μαύρην μανδηλαν ὡς τὴν ρῖνα, μὲ τὴν ρῖνα σχεδὸν ὡς τὰ γόνατα. Ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς εἶχε πάρει δυὸ τροπάρια παραπλεύρως αὐτῆς, ὀνειρευόμενος ὅτι ἦτο ἀκόμη εἰς τὴν κλίνην του καὶ ἀπορῶν πώς, αὕτη ἐκινεῖτο εὐρυθμως ὡς βρεφικὸν λίκνον. Ὁ υἱὸς τοῦ παπά, ὁ Σπυρος, ἔκαμνε συχνὲς μετάνοιες, καὶ ὅσον αἷμα εἶχεν, εἶχε συρρεύσει ὅλον εἰς τὴν ρῖνα του, ἥτις ἦτο καὶ τὸ μόνον ὅρατον μέλος τοῦ σώματός του. Ἡ παπαδιά, ἐν τῇ εὐσεβεῖ φιλοστοργία της, εἶχε κρίνει ὅτι ὠφειλε νὰ τὸν πάρη μαζί, ἀφοῦ δι᾿ αὐτὸν ἦτο τὸ ταξιμον. Τὸν ἀπεσπασεν ἀποτομως τῆς κλίνης, τὸν ἔνιψε καὶ τὸν ἐνέδυσε μὲ δίπλα ὑποκάμισα, δυὸ φανελλας, χονδρὸν μάλλινον γελεκιον, διπλοῦν σακκακι κι ἐπανωφόρι, καὶ περιετυλιξε τὸν λαιμόν του μὲ χνοωδες ὅλομαλλινον μανδήλιον, ποικιλοχρουν καὶ ραβδωτόν, μακρὸν καταπῖπτον ἐπὶ τὸ στερνὸν καὶ τὰ νῶτα. Τώρα, παρὰ τὴν πρύμνην, ἀριστεροθεν τοῦ παπά καθημενη, ἀριστερά της εἶχε τὸν Σπυρον, καὶ ζητοῦσα αὐτομάτως νὰ ψηλαφήση τοὺς βραχίονας καὶ τὸ στῆθος του, δὲν εὕρισκε σχεδὸν σάρκα ὑπὸ τὴν βαρεῖαν σκευήν, δι᾿ ἧς εἶχε περιχαρακώσει τὸν υἱόν της. Ὁ παπάς, ὅστις δὲν εἶχεν ἀποβάλει τὴν φαιδρότητά του, οὐδ᾿ ἔπαυε ν᾿ ἀνταλλάσσῃ ἀστείσμους καὶ σκώμματα μὲ τὸν μπαρμπα-Στεφανην, στρεφόμενος πρὸς αὐτὴν ἐνίοτε τῆς ἔλεγε:


«Νά, γι᾿ αὐτονε τὸ Λαμπράκη, τὸ γυιό σου, τὰ παθαίνουμε αὐτά, παπαδιά».
«Καὶ τί πάθαμε, μὲ τ᾿ δυναμ᾿ τ᾿ Θεοῦ;» ἀπηντα ἡ παπαδιά, ἥτις, κατὰ βάθος, πολὺ ἀνησυχεῖ μὲ αὐτὸ τὸ παράτολμον ταξιδιον. Εὐτυχῶς, ἡ παρουσία τοῦ παπά τῆς ἔδιδε θάρρος.
«Δὲ μ᾿ λές, παπαδιά» εἶπε μὲ τὴν τραχείαν φωνὴν τοῦ ὁ μπαρμπα-Στεφανης, θελησας ν᾿ ἀστείσθη καὶ μὲ τὴν πρεσβυτέραν, «δὲ μ᾿ λές, γιατί λένε: Κυρι᾿ ἐλέησον, παπαδιά! πέντε μῆνες δυὸ παιδιά»;
«Γιατί, μαθές, τὸ λένε;» ἀπήντησε χωρὶς νὰ πειραχθῆ ἡ πρεσβύτερα. «Πάρε παράδειγμα ἀπὸ μενα. Ὀχτὼ γέννες, δέκα παιδιά».
«Θὰ πῇ, τὸ λοιπόν, πὼς οἱ παπαδιὲς εἶναι πολὺ καρπερές. Μὰ γιατί;»
«Γιατί οἱ παπάδες δὲ λείπουν χρονοχρονικης ἀπὸ κοντὰ τοὺς» εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ.
«Νά, τὸ Μαλαμῶ πάλι τὸ κατάλαβε» εἶπεν ὁ παπάς, «δὲν σᾶς τὸ ᾿λεγα ἐγώ; Ἐσὺ κι ὁ ἐξάδερφός σου ὁ Ἀλεξανδρης» — ἐννοῶν τὸν ψαλτην — «ἔχετε μεγάλον νοῦ».
Ὁ παπάς δὲν ἔπαυε ν᾿ ἀστεΐζεται μὲ ὅλας τὰς ἐν τῷ πλοιαρίου ἐνορίτισσάς του. Εἰς τὴν μίαν ἔλεγε: «Μὰ κεῖνος ὁ Θοδωρής» —ἐννοῶν τὸν ἄνδρα της— «κοιμᾶται ὅταν τὰ φτιάνῃ αὐτὰ τὰ παιδιά;» Εἰς τὴν ἄλλην: «Μὰ δὲν εἶναι καμμία ποὺ νὰ μὴ θέλῃ παντρειά! Ἐγὼ ἔχω στεφανωμένα, τριάντα χρόνια τώρα, παραπαν᾿ ἀπὸ διακόσια ἀνδρόγυνα, καὶ καμμία δὲν εὑρεθῆ νὰ πῇ πὼς δὲν θέλει!»
Ἀλλὰ τὸ κυριωτερον θῦμα τοῦ παπα-Φραγκούλη ἦτον ὁ Ἀλεξανδρῆς ὁ ψάλτης. Ἔξαφνα τὸν ἠρώτα:
«Δὲ μοῦ λές, Ἀλεξανδρῆ, τί θὰ πῇ, τώρα, στὴν καταβασία τῶν Χριστουγέννων, 'ὁ ἀνυψώσας τὸ κέρας ἡμῶν'; Ποιὸς εἰν᾿ αὐτὸς ὁ ἀνυψώσας;»
«Νά, ὁ ἀνιψιός σας» ἀπήντα ὁ κὺρ Ἀλεξανδρῆς, μὴ ἐννοῶν ἄλλως τὴν λέξιν.


«Καὶ τί θὰ πῇ 'σκῦλα Βαβυλὼν τῆς βασιλίδος Σιών;» ἠρωτα πάλιν ὁ παπάς.
«Νά, σκύλα Βαβυλών» ἀπήντα ὁ ψάλτης, νομίζων ὅτι περὶ σκύλας πράγματι ἐπρόκειτο.
Ταῦτα ἐλεγοντο ἐνόσω ἦτο ὑπήνεμος ἡ βάρκα, μὲ τὰς κῶπας βραδυποροῦσα, δεξιόθεν παραπλέουσα τὸν Ἀναγυρον καὶ τὸν Ἀσέληνον, ἀριστεροθεν πελαγωμένη ἀντίκρυ τῶν Τρίκερων καὶ τοῦ Ἀρτεμισίου. Ὁ παπα-Φραγκούλης ἐκάθητο κυβερνῶν εἰς τὸ πηδάλιον, οἱ ἄλλοι ἐβοήθουν εἰς τὴν κωπηλασίαν. Καὶ αὐτὸς ὁ κὺρ Ἀλεξανδρής, ἂν καὶ ἀτζαμὴς περὶ τὰ ναυτικὰ πράγματα, ἠσθάνθη τὴν ἀνάγκην νὰ κωπηλατήση διὰ νὰ ζεσταθῇ. Κι ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ ἐκωπηλάτησε σχεδὸν ἐπὶ ἠμισείαν ὥραν. Εὐτυχῶς, ἂν καὶ ἐκρύωναν ὅλοι, καὶ αἱ ψυχραὶ ριπαὶ αἱ κατερχομεναι ἀπὸ τῶν χιονοφόρτων ὀρέων ἐξύριζον τὰ ὦτα καὶ τοὺς λαιμούς των, εἶχον ὅμως τοὺς πόδας θερμούς, τὸ εὐεργετικὸν τοῦτο ἀποτέλεσμα τῆς γειτνιάσεως τοῦ πόντου. Ὁ ἥλιος εἶχε προβάλει ἀπὸ τὰ σύννεφα ἐπ᾿ ὀλίγας στιγμάς («ἥλιος μὲ τὰ δόντια γριὰ μὲ τὰ χταπόδια!» ἀνεκραξεν ὁ Λαμπράκης) διότι, ἐνῷ τὴν νύκτα ἠθρίαζε κι ἐγίνετο «ὁ οὐρανὸς καντῆλι», τὴν ἡμέραν συνηγοντο πάλιν τὰ νέφη, καὶ ὁ βορρᾶς ἐφαινετο ὑποχωρῶν εἰς τὸν ἀπηλιωτην, ὡς νὰ ἠπειλεῖτο βροχή· ἀλλὰ μόλις ἐπροβαλε, κι ἐφάνη ὡς νὰ ἔβλεπε ποιὰ ἦτο ἡ ὑψηλότερα καὶ ἐγγύτερα κορυφὴ ἐκ τῶν κατάλευκων ὀρεων ὁλόγυρα, ἡ τοῦ Πηλίου ἢ ἡ τοῦ Ὄθρυος, διὰ νὰ σπεύσῃ τὸ ταχύτερον νὰ κρυφθῆ. Ἀλλὰ τὰ νέφη σωρευθέντα πάλιν τὸν ἀπήλλαξαν τοῦ κόπου τούτου.


Ἡ ἀκριβὴς ἀπόστασις ἀπὸ τοῦ μεσηβρινοῦ λιμένος ἕως τὸ βορεινότερον ἄκρον τῆς νήσου, ὅπου ἐπλεον, θὰ ἦτο ὡς δέκα ναυτικῶν μιλίων. Ὁ παπὰς ἔβλεπεν ὅτι ἠθελον νυκτώσει, πρὶν φθασωσιν εἰς τὸ Κάστρον. Ἦτο μεσημβρία ἤδη, καὶ δὲν ἔφθασαν ἀκόμη εἰς τὴν Κεγχρεὰν, τὴν ὡραίαν μελαγχολικὴν κοιλάδα μὲ τὰς ἐλαιοφύτους κλιτύς, μὲ τὸν Ἀραδιᾶν, τὸν πυκνὸν ὀρυμῶνά της, μὲ τὸ ρεῦμα καὶ τὰς πλατάνους καὶ τοὺς νερομύλους της. Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν Κεχρεάν, συνέβη ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ὁ μὲν κακομάντις Πανάγος προέλεγεν, ὁ δὲ Στεφανὴς δὲν ἠγνὀει, καὶ ὁ παπα-Φραγκούλης προέβλεπεν. Εἴτε τροπὴ εἰς τὸν μαΐστρον ἦτο, εἴτε ἀποθαλασσια καὶ μπουκάρισμα τοῦ κόρφου, τὰ κύματα ἤρχισαν νὰ ὀγκοῦνται κατάπρωρα τοῦ μικροῦ σκάφους, καὶ ἡ βάρκα μὲ τὸ λευκὸν πανίον της, καὶ μὲ τὸν φλόκκον καὶ τὴν ἀντέννα της, ἤρχισε νὰ σκιρτᾷ ἐπὶ τῶν κυμάτων, ὅμοια μὲ Ἑλληναλβανὸν χορεύοντα ἡρωικοὺς χορούς, μὲ τὸν λευκὸν χιτῶνα ἀνεμίζοντα, μὲ τὸν ἕνα βραχίονα τριγωνοειδὴ εἰς τὴν μέσην, μὲ τὸν ἄλλον ὑψιτενὴ καὶ παίζοντα τὰ δάκτυλα. Αἱ γυναῖκες ἤρχισαν νὰ δειλιῶσιν. Ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ ἠρώτα τὸν παπά ἂν δὲν ἦτο καλὸν ν᾿ ἀποβιβασθῶσι καὶ ἀνελθωσιν εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κεχρεὰν νὰ λειτουργήσωσιν, ὅπως ἑορτάσωσιν ἐκεῖ τὰ Χριστούγεννα. Ὁ κὺρ Ἀλεξανδρής, ζαλισθείς, ἐζαρωσεν εἰς μίαν γωνίαν, καὶ οἱ ἄλλοι ἐπιβάται μεγάλως ἀνησυχοῦν. Μόνον δυὸ ἄνδρες δὲν ἐδειλίασαν, ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς καὶ ὁ παπα-Φραγκούλης.


Εἷς τῶν ἐπιβατῶν ἐπροτεινε ν᾿ ἀράξωσι προσωρινῶς εἰς τὴν Κεχρεάν, ἕως ὅτου κοπάσῃ ὁ ἄνεμος. Ὁ Στεφάνης καὶ ὁ ἱερεὺς συνεννοοῦντο διὰ νευμάτων. Ἀπεῖχον ἀκόμη ἀπὸ τὸ Κάστρον ὑπὲρ τὰ τρία μίλια. Δυὸ μέσα ἠδυναντο νὰ δοκιμασωσιν, ἂν τὰ εὕρισκον τελεσφόρα· ἡ νὰ συστειλωσι τὰ ἱστία καὶ νὰ προχωρησωσι μὲ τὰς κωπας, καταφρονοῦντες τὸν ἀφόρητον, διὰ τὰς γυναίκας μάλιστα, σάλον, περιβρεχόμενοι ἀπὸ τὰ θραυόμενα καὶ εἰσπηδωντα εἰς τὸ σκάφος κύματα, ριγοῦντες καὶ δεινως πάσχοντες, ἡ ν᾿ ἀποβιβασθωσιν εἰς τὴν ξηρὰν καὶ νὰ δοκιμασωσιν ἂν θὰ εὕρισκον ὄρομισκον τινά, δχὶ πολὺ πλακωμένον ἀπὸ τὴν χιονα, ὥστε νὰ εἶναι βάτος εἰς ἀνθρώπους. Πτυαρια καὶ ἀξίνας δυὸ τρεῖς εἶχε πάρει μαζί του ὁ Βασίλης τῆς Μυλωνούς, προβλέπων ὅτι ἴσως θὰ ἐχρησιμευον διὰ ν᾿ ἄνοιξη ὄρομον πρὸς ἀνεύρεσιν τοῦ ἀποκλεισμένου ἀδελφοῦ του. Ὁ παπα-Φραγκούλης ἀπεφανθη ὅτι, ἀφοῦ ἐξ ἅπαντος θὰ ἐνυχτωναν, καλλιον θὰ ἦτο νὰ δοκιμασωσι τὸ πρώτον, διότι κέρδος θὰ ἦτο, εἶπεν, ὅσον ὀλίγον καὶ ἂν ἠδυναντο νὰ προχωρησωσι διὰ θαλασσής, καὶ ὕστερον θὰ εἶχον καιρὸν νὰ καταφυγωσι καὶ εἰς τὴν δευτεραν μέθοδον.


Ἤδη ὁ ἥλιος, ἐπιφανεὶς ἀκόμη μίαν φοράν, ἔκλινε πρὸς τὴν δύσιν. Ἦτο τρίτη καὶ ἡμίσεια ὥρα. Καὶ ὁ ἥλιος ἐχαμήλωνεν, ἐχαμήλωνε. Καὶ ἡ βαρκούλα τοῦ μπαρμπα-Στεφανῆ, μὲ τὸ ἀνθρώπινον φορτίον της, ἐχορευεν, ἐχορευεν ἐπάνω εἰς τὸ κῦμα, πότε ἀνερχόμενη εἰς ὑγρὰ ὅρη, πότε κατερχόμενη εἰς ρευστας κοιλάδας, νῦν μὲν εἰς τὴν ἀκμὴν νὰ καταποντισθῆ εἰς τὴν ἄβυσσον, νῦν δὲ ἑτοίμη νὰ κατασυντριβῇ κατὰ τῆς κρημνώδους ἀκτῆς. Καὶ ὁ ἱερεὺς ἔλεγε μέσα τοῦ τὴν παράκλησιν ὅλην, ἀπὸ τὸ «Πολλοις συνεχόμενος» ἕως τὸ «Πάντων προστατεύεις». Κι ὁ μπαρμπα-Στεφανῆς ἐστενοχωρεῖτο, μὴ δυνάμενος ἐπὶ παρουσία τοῦ παπά νὰ ἔκχυση ἐλευθερως τὰς ἀφελεῖς βλασφημίας του, τὰς ὁποίας ἔμασα κι ἔπνιγε μέσα του, ὑποτονθορυζων: «Σκύλιασε ὁ διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θὰ σκάσης, ἀντίχριστε, Τοῦρκο! Τὸ Μουχαμέτή σου, μέσα!» Κι ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ, ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, ἔλεγε τὸ «Θεοτόκε Παρθένε», κι ἐπανελαμβανεν: «Ἔλα, Κ᾿στέ μ᾿! Βοήθα, Παναΐα μ᾿!» Καὶ τὰ κύματα ἔπληττον τὴν πρῷραν, ἐπληττον τὰ πλευρὰ τοῦ σκάφους, καὶ εἰσορμωντα εἰς τὸ κύτος ἔκτυπων τὰ νῶτα, ἔκτυπών τους βραχίονας τῶν ἐπιβατῶν. Καὶ ὁ ἥλιος ἐχαμήλωνεν, ἐχαμήλωνε. Καὶ ἡ βαρκούλα ἐκινδύνευε ν᾿ ἀφανισθῇ. Καὶ ἡ ἀπόρρωξ βραχώδης ἀκτὴ ἐφαινετο διαφιλονεικοῦσα τὴν λείαν πρὸς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης.


Τέλος, ἤρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ. Ἐνύκτωσεν ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν καθ᾿ ἣν θὰ ἐβλεπον ἀντίκρυ τὸ Κάστρον, οὗ ἀπεῖχον τώρα δυὸ ἀκόμη μίλια. Νέφη συσσωρευμένα πρὸς ἀνατολὰς ἠμπόδιζον νὰ φανῇ τὸ παρήγορον φέγγος τῆς σελήνης. Ἀλλ᾿ ὁ ἄνεμος, ἀντὶ νὰ πέσῃ, ἐδυνάμωνε καὶ ἀγρίευε καὶ ἐθεριευε, καὶ ὁ πλοῦς κατέστη ἀδύνατός του λοιποῦ. Δὲν ἔβλεπον πλέον οὔτε ἐμπρὸς οὔτε δεξιὰ τίποτε, εἰμη δυὸ δγκοὺς φαιούς, ἀμαυρούς. Εὐτυχῶς, ὁ μπαρμπα-Στεφανης ἐγνώριζε καλὰ τὸ μέρος.
«Ἐδῶ, ἐδῶ εἶν᾿ ἕνα λιμανάκι, παπά, κατ᾿ ἀπ᾿ τὸ Πρυΐ, ἀποκατ᾿ ἀπ᾿ τὴν Ἅγια Ἀναστασία, στὰ Μποστάνια».
«Θυμᾶσαι καλά, Στεφανῆ;»
«Ὅπως ξερ᾿ς ἡ ἁγιωσύνη σ᾿ τὰ γράμματα τσ᾿ ἐκκλησιᾶς ἀπ᾿ ὀξου, παπά, ἔτσι κι ἐγὼ τὰ ξέρω ἀπ᾿ ὀξου ὅλα τὰ λιμανάκια, τοὺς κάβους, κι τ᾿ς ἀμμουδιές, ὅλες τὶς ξέρες κι τὰ γκριφια κι τὰ θαλάμια».
Καὶ προσηγγισαν μὲ πολὺν κόπον καὶ ἀγῶνα καὶ βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι. «Ἐκεῖ, ἐκεῖ διανασταει».


Ὑπῆρχεν ἓν θαλάσσιον μάρμαρον, ὡς φυσικὴ ἀποβάθρα, πότε καλυπτόμενον ἀπὸ τὸ κῦμα, πότε ἀνέχον ὑπεράνω τῆς θαλάσσης. Τὴν φορᾶν ταύτην τὸ ἐκάλυπτε καὶ δὲν τὸ ἐκάλυπτε τὸ κῦμα. Ἐπλησίασαν καὶ ἠσθανθησαν πάραυτα τὸ εὐάρεστον αἴσθημα τῆς παύσεως τοῦ σάλου καὶ τῆς προσεγγίσεως εἰς σκεπαστὸν καὶ εὐλίμενον μέρος.
«Πάντα κατευόδιο!» εἶπε ποιῶν τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρης, ὅστις τότε ἐξεζαλίσθη κι ἐσταθη εἰς τοὺς πόδας του.
Ἐπηδησαν εἰς εἰς ἐξω· ἐξεφορτωσαν τὰς ἀποσκευὰς καὶ ἠλάφρυναν τὴν βαρκαν. Ἀνάμεσα εἰς τὸ μάρμαρον καὶ εἰς τὴν κρημνώδη ἀκτὴν ἐσχηματιζετο μικρὰ ἀμμουδιά, ὅση θὰ ἠρκει διὰ νὰ σύρῃ ἁλιεὺς τὴν ψαροπούλαν του, γυρμενην ἀπὸ τὴν μίαν πλευρὰν ἐπὶ τῆς ἄμμου, καὶ νὰ ἐξαπλωθῆ καὶ αὐτὸς ὑπὸ τὴν ἄλλην πλευρὰν νὰ κοιμηθῆ θεωρῶν τοὺς ἀστέρας.
«Τώρα νὰ σύρουμε τὴ βάρκα, παπά» εἶπεν ὁ μπαρμπα-Στεφανής, «κι ὕστερα οἱ ἄνδρες νὰ φορτωθοῦμε ὅλα τὰ πράγματα καὶ ν᾿ ἀρχίσουμε σιγὰ σιγὰ ν᾿ ἀνεβαίνουμε. Ἂς πάρουν κι οἱ.γυναῖκες δ,τι μποροῦν».
«Νὰ τώρα τί ἄξιζε νὰ ᾿χα τὸ μ᾿λαρι μαζὶ μ᾿» εἶπεν ὁ Βασίλης τῆς Μυλωνούς. «Σοῦ εἶπα, μπαρμπα-Στεφανη, νὰ τὸ μπαρκάρουμε, δὲ θέλησες».


Ἔσυραν τὴν λέμβον. Ἤναψαν τὰ δυὸ φανάρια ποὺ εἶχαν. Ὁ Βασίλης ἔλαβε τὰ πτυάρια καὶ τὰς ἀξίνας του, καὶ ἀπομακρυνθεῖς προσωρινῶς ἤρχισε νὰ κατοπτεύῃ ποὺ θὰ εὕρισκε μονοπάτι ὄχι πολὺ πατημένον ἀπὸ τὴν χιονα, ὥστε νὰ δύνανται ἄνθρωποι νὰ βαδισωσιν. Ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο ὡς τὸ Κάστρον, τὸ ὁποῖον διεκρινετο ὡς πελώριος ἀμαυρὸς ὄγκος ὑψηλὰ πρὸς βορρᾶν, ἡ ὁδὸς δὲν θὰ ἦτο πλέον τῆς ὥρας, ἀλλ᾿ εἰς ἣν κατάστασιν ἦτο τώρα ὁ ὄρομος ἀπὸ τὰς χιονας, τὶς οἶδεν ἂν θὰ ἠρκει καὶ τὸ τριπλάσιόν του χρόνου ὅπως φθασωσιν. Ἐδείπνησαν ὅλοι ἐπὶ ποδὸς μὲ διπυρα καὶ μὲ ἐλαίας καὶ ἐπιον ὀλίγον οἶνον ἡ ρακήν.
Ὁ Βασίλης ἐπανελθὼν ἀνηγγειλεν ὅτι ἄνευρε τὸ μονοπάτι, πλακωμένον πολὺ ἀπὸ τὴν χιονα, ἀλλ᾿ ὅτι μὲ πολὺν κόπον, ἂν προπορευωνται δυὸ ἄνθρωποι καὶ ξεχιονιζουν, ἐλπίζει νὰ φθάσουν εἰς τὸ Κάστρον τὸ γρηγορωτερον... ἕως τὰ μεσανυκτα. Ἐφορτωθησαν τὰς ἀποσκευας. Ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἔλαβε τὸ ἕνα φανάρι καὶ μία τῶν γυναικῶν τὸ ἄλλο. Ὁ Βασίλης τῆς Μυλωνοῦς, ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς καὶ ὁ υἱός του ἔλαβον τὰ πτυάρια καὶ τὰς ἀξίνας καὶ προπορευόμενοι ἤρχισαν νὰ ξεχιονιζωσιν. Ὁ ὁρμίσκος ἀνήρχετο ἕρπων εἰς τὸν κρημνὸν κατ᾿ ἀρχάς, εἰτα κατηρχετο εἰς ἐν παραθαλάσσιον κοίλωμα. Ἐπατουν προσεκτικως, ὡς νὰ ἐμετροῦσαν τὰ βήματα τῶν. Ἡ σελήνη εἰχεν ἀπαλλαγῆ τῶν νεφῶν καὶ προσεπαθει νὰ φέξη τὸν ὄρομον μὲ τὸ κρυερον φῶς της. Ἐνίοτε ἔχαναν τὸ χάραγμα τοῦ ὄρομου, ἀπεπλανωντο κι εὑρίσκοντο αἴφνης ἐπὶ τῆς κορυφῆς πελώριων βράχων, κάτω τῶν ὁποίων ἄβυσσος ἠνοιγε τὸ στόμα της, καὶ πάλιν κατεβαῖνον μὲ τρεμουλιαστὰ γόνατα, κρατούμενοι ἐκ τῶν πετρῶν καὶ τῶν θάμνων.

Ἀνεῖρπον εἰς τὸν κρημνὸν ὡς μικρὸν κοπαδιον αἰγῶν ἀποπλανηθὲν καὶ ἀπαγόμενον ὀπίσω εἰς τὴν μάνδραν ἀπὸ τοὺς δυὸ βοσκούς του, οἵτινες τὸ ἀνεζητησαν κρατοῦντες φανάρια, καὶ μακροθεν ἂν τοὺς ἔβλεπε τίς, ἠδυνατο νὰ τοὺς ἐκλάβη ὡς συστρεφόμενον κρικωτον τέρας, φωσφορίζον τὴν κεφαλὴν καὶ τὴν οὐράν, μὲ τοὺς δυὸ φανούς. Μὲ ὅλον τὸ ξεχιονισμα, τὸ ὁποῖον ἐννοεῖ τὶς ποσὸν ἀτελῶς ἐνηργεῖτο, ἐπατουν ἐνίοτε σφαλερῶς κι ἐχωνοντο ὡς τὸ γόνυ καὶ ὡς τὸν μηρὸν εἰς τὴν χιονα.
Ἐπλησίαζε μεσάνυκτα ὅταν ἔφθασαν ὑπὸ τὴν γέφυραν τοῦ Κάστρου, μισοπνιγμενοι, παγωμένοι, ἁλμυροὶ ἀπὸ θάλασσαν καὶ λευκοὶ ἀπὸ χιονα, μελανιασμένοι τὰ χείλη, ἀλλὰ θερμοὶ τὴν καρδίαν.
Ἐκεῖ ἐπάνω, πρὶν διελθωσι τὴν γέφυραν, ἀπὸ τὴν σιδερόπορταν τοῦ Κάστρου ἠκουσθησαν φωναίι:
«Ποιοὶ εἶστε; Ποιοὶ εἶστε;»
Καὶ ἀντήχησε βαρὺς ὁ τριγμὸς τῶν ἐσκωριασμενων στροφέων, ὡς νὰ ἐδοκίμαζε τὶς νὰ κλείση ἔσωθεν τὴν σιδηρᾶν πύλην. Ἠκουσθη δὲ καὶ μικρὸς κρότος, ὡς ὁ τῆς ὑψώσεως σκανδάλης τουφεκιοῦ.
«Καλοί! Καλοί! Πατριῶτες!» ἀπηντησεν ὁ μπαρμπα-Στεφανής. «Μὰ ἐσεῖς ποιοὶ εἶστε;»
«Πέστε μας τὰ ὀνόματά σας!»
«Ἡμεῖς εἴμαστε...» ἤρχισεν ὁ μπαρμπα-Στεφανῆς, καὶ συγχρόνως διὰ τοῦ βλέμματος ἐσυμβουλευετο τὸν παπάν.
«Μπά! αὕτη εἶναι ἡ φωνὴ τ᾿ ἀδερφοῦ μου» ἀνεκραξεν ὁ Βασίλης τῆς Μυλωνούς.
Καὶ εἶτα ἐντεινας τὴν φωνήν:
«Ἀργύρη, ἐγὼ εἶμαι!» ἐφώναξε.
«Τόσο καλύτερα... μᾶς ἔβγαλαν κι ἀπὸ ἕναν κόπο» ἐψιθυρισεν ὁ ἱερεύς.


Ἀνέβησαν εἰς τὸ Κάστρον, ὅπου συνηντησαν τὸν Ἀργύρην τῆς Μυλωνοῦς καὶ τὸν σύντροφόν του, τὸν Γιάννην τὸν Νυφιωτην. Οὗτοι ἐν ὀλιγοις διηγήθησαν πὼς τοὺς εἶχε κλείσει τὸ χιόνι ἐπάνω στὸ Στοιβωτό, ὅπου ἐτρυπωσαν δυὸ νύκτας εἰς μίαν σπηλιάν, καὶ πὼς τὴν προχθές, ἤτοι εἰς τὰς 22 τοῦ μηνός, ἐλθόντες τοὺς ἀπηλευθέρωσαν ἐκεῖθεν, ἐκτοπίσαντες μεγάλους ὄγκους χιόνος, δυὸ αἰγοβοσκοί, ὁ Γιαλῆς ὁ Κονιζᾶς καὶ ὁ Γιώργης ὁ Μπάντας, οἵτινες καὶ εὑρίσκοντο τὴν στιγμὴν ταύτην μὲ ὅλον τὸ αἰπόλιόν των εἰς τὸ φρούριον.
Τὸ φρούριον τοῦτο, ὅπερ ἀλλαχοῦ περιεγραψαμεν, ἦτο γιγαντιαῖος βράχος, φυτρωμένος ἐκεῖ παρὰ τὸ πέλαγος, προεκβολὴ τῆς γῆς πρὸς τὸν πόντον, ὡς νὰ ἔδειχνεν ἡ ξηρὰ τὸν γρόνθον εἰς τὴν θάλασσαν καὶ νὰ τὴν προεκάλει· φοβερός, μονοκόμματος γρανίτης, ἁλίκτυπος, ὅπου γλαῦκες καὶ λάροι ἠριζον περὶ κατοχῆς, διαφιλονεικουντες ποὺ ἀρχίζει ἡ κυριότης τοῦ ἑνὸς καὶ ποὺ σταματᾷ ἡ δικαιοδοσία τοῦ ἄλλου. Προσφιλὴς σκοπὸς τοῦ βορρᾶ καὶ τῶν γειτόνων του, τοῦ καικιου καὶ τοῦ ἀργεστου, ὧν τὸ στάδιον εὐρὺ ἐκτείνεται ἀναμεσον τῆς Χαλκιδικης, τοῦ Θερμαίκου, τοῦ Ὀλύμπου καὶ τοῦ Πηλίου μεμονωμένος ὑψιτενης βράχος, ἐφ᾿ οὗ οἱ κάτοικοι ἐξ ἀνάγκης εἶχον κλεισθῆ διὰ φύλαξιν κατὰ τῶν πειρατῶν καὶ τῶν βάρβαρων, ἐγκαταλιποντες αὐτὸν ἔρημον μετὰ τὸ 1821, ὅτε ἐκτίσθη ἡ σημερινὴ μεσημβρινὴ πολίχνη. Μέχρι πρὸ ὀλίγων ἐτῶν ἐσωζοντο ἀκόμη οἰκιαι τινὲς μὲ τὰς στεγας καὶ τὰ πατωματὰ τῶν ἐντὸς τοῦ φρουρίου, ἀλλὰ τελευταῖον, ἡ ὀλιγωρία τῶν δημοτικῶν ἄρχων, ὁ ὀκνὸς τῶν ἀνθρώπων εἰς τὸ νὰ ἐπισκεπτωνται τὸ Κάστρον συχνοτερα, καὶ ἡ ἀσυνειδησία ὀλίγων τίνων συλαγωγων, πλεονεκτῶν ἡ οἰκοδομῶν, εἶχε καταστήσει ἐρειπιὼν σωρὸν τὸ Κάστρον. Ἐντεῦθεν ἀμελησαντες καὶ οἱ ἐφημέριοί της σημερινῆς πολίχνης, ἄφηναν ἀπὸ ἐτῶν ἤδη ἀλειτούργητον τὸν ναὸν τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, κατ᾿ αὐτὴν τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς.


Ὁ ναὸς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἦτο ἡ παλαιὰ μητρόπολις τοῦ φρουρίου. Ὁ ναΐσκος, πρὸ ἑκατονταετηρίδων κτισθείς, ἵστατο ἀκόμη εὐπρεπὴς καὶ δχὶ πολὺ ἐφθαρμένος. Ὁ παπα-Φραγκούλης καὶ ἡ συνοδεία τοῦ φθασαντες εἰσηλθον τέλος εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ καρδία τῶν ἠσθανθη θάλπος καὶ γλυκύτητα ἄφατον. Ὁ ἱερεὺς ἐψιθυρισε μετ᾿ ἐνδομύχου συγκινήσεως τὸ «Εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκον σου», κι ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ, ἀφοῦ ἤλλαξε τὴν φ᾿στάνα της τὴν βρεγμενην κι ἐφόρεσεν ἄλλην, στεγνήν, καὶ τὸ γ᾿νάκι της τὸ καλό, τὰ ὁποῖα εὐτυχῶς εἰχεν εἰς ἀβασταγὴν καλῶς φυλαγμένα ὑπὸ τὴν πρῷραν τῆς βάρκας, ἔδεσε μέγα σάρωθρον ἐκ στοιβῶν καὶ χαμόκλαδων καὶ ἤρχισε νὰ σαρώνῃ τὸ ἔδαφος τοῦ ναοῦ, ἐνῷ αἱ γυναῖκες αἱ ἄλλαι ἤναπταν ἐπιμελῶς τὰ κανδηλια, καὶ ἤναψαν μέγα πλῆθος κηρίων εἰς δυὸ μανουάλια, καὶ παρεσκεύασαν μεγάλην πυρὰν μὲ ξηρὰ ξύλα καὶ κλάδους εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐσχηματίζετο μακρὸν στένωμα παράλληλον τοῦ μεσημβρινοῦ τοίχου, κλειόμενον ὑπὸ σῳζόμενου ὀρθοῦ τοιχίου γείτονος οἰκοδομῇς, κι ἐγέμισαν ἄνθρακας τὸ μέγα πύραυνον, τὸ σῳζόμενον ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, καὶ ἔθεσαν τὸ πύραυνον ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ναοῦ, ρίψασαι ἄφθονον λίβανον εἰς τοὺς ἄνθρακας. Καὶ ὠσφράνθη Κύριος ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐωδίας.
Ἔλαμψε δὲ τότε ὁ ναὸς ὅλος, καὶ ἤστραψεν ἐπάνω εἰς τὸν θόλον ὁ Παντοκράτωρ μὲ τὴν μεγάλην κι ἐπιβλητικὴν μορφήν, καὶ ἠκτινοβόλησε τὸ ἐπίχρυσον καὶ λεπτουργημενον μὲ μυρίας γλυφὰς τέμπλον, μὲ τὰς περικαλλεῖς τῆς ἀρίστης Βυζαντινῆς τέχνης εἰκόνας του, μὲ τὴν μεγάλην εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, ὅπου «Παρθένος καθέζεται τὰ Χερουβεὶμ μιμουμένη», ὅπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αἱ μορφαὶ τοῦ Θείου Βρέφους καὶ τῆς ἀμώμου Λεχοῦς, ὅπου ζωνταναι παρίστανται αἱ ὄψεις τῶν ἀγγέλων, τῶν μάγων καὶ τῶν ποιμένων, ὅπου νομίζει τὶς ὅτι στιλβει ὁ χρυσός, εὐωδιάζει ὁ λίβανος καὶ βαλσαμώνει ἡ σμύρνα, καὶ ὅπου, ὡς ἐὰν ἡ γραφικὴ ἐλαλει, φαντάζεται τὶς ἐπὶ μίαν στιγμὴν ὅτι ἀκούει τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ»!
Ἐν τῷ μέσῳ δὲ κρεμαται ὁ μέγας ὀρειχάλκινος καὶ πολυκλαδος πολυέλεος, καὶ ὁλόγυρα ὁ κρεμαστὸς χορός, μὲ τὰς εἰκόνας τῶν Προφητῶν καὶ Ἀποστόλων, ὑφ᾿ ὃν ἐτελοῦντο τὸ πάλαι οἱ σεμνοὶ γάμοι τῶν χριστιανῶν ἀνδρογύνων. Καὶ ὁλόγυρα αἱ μορφαὶ τῶν Μαρτύρων, Ὁσιων καὶ Ὁμολογητῶν. Ἵστανται ἐπὶ τῶν τοίχων ἠρεμοῦντες, ἀπαθεῖς, ὁποῖοι ἐν τῷ Παραδείσῳ, εὐθὺ καὶ κατὰ πρόσωπον βλέποντες, ὡς βλέπουσι καθαρῶς τὴν Ἁγίαν Τριάδα. Μόνος ὁ Ἅγιος Μερκούριος, μὲ τὴν βαρεῖαν περικεφαλαίαν του, μὲ τὸν θώρακα, τὰς περικνημίδας καὶ τὴν ἀσπίδα, φαίνεται ὀλίγόν τι ἐγκαρσίως βλέπων καὶ κινούμενος καὶ ὁρῶν, εἰς τὰ δεξιὰ του ναοῦ, ἐκεῖ ὅπου διατρυπᾷ μὲ τὸ δόρυ του τὸν ἐπὶ θρόνου καθήμενον ὠχρὸν Παραβάτην. Πελιδνὸς ὁ παράφρων τύραννος, μὲ τὸ βλέμμα σβῆνον, μὲ τὸ στῆθος αἱμάσσον, μάτην προσπαθεῖ ν᾿ ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὸ στέρνον του τὸν ὀξὺν σίδηρον, καὶ ἐξεμεῖ μετὰ τῆς τελευταίας βλασφημίας καὶ τὴν μιαρὰν ψυχήν του. Γείτων τῆς τρομακτικῆς ταύτης σκηνῆς παρίσταται γλυκεῖα καὶ συμπαθεστάτη εἰκών, ὁ Ἅγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδιον, κρατούμενον ἐκ τῆς χειρὸς ὑπὸ τῆς μητρός του, τῆς Ἅγιας Ἰουλιττης. Δία δώρων καὶ θυσιῶν ἐζητει ὁ διώκτης Ἀλέξανδρος νὰ ἑλκύση τὸ παιδιον, καὶ διὰ τοῦ παιδιοῦ τὴν μητέρα. Ἀλλ᾿ ὁ παῖς, καλῶν τὴν μητέρα του καὶ ὑποψελλίζων τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα, ἔπτυσε τὸν τύραννον κατὰ πρόσωπον, καὶ ἐκεῖνος ἐξαγριωθεὶς ἐκρήμνισε τὸ παιδίον ἀπὸ τῆς μαρμαρίνης κλίμακος, ὅπου συνέτριψε τὸ τρυφερὸν καὶ διὰ στεφάνους πλασθὲν κρανίον.


Καὶ εἰς τὴν χηβαδα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὑψηλά, ἐφαινετο στεφανουμενη ὑπὸ ἀγγέλων ἡ τῶν Οὐρανῶν Πλατυτέρα. Καὶ κατωτερω, περὶ τὸ θυσιαστήριον, ἵσταντο, ἄρρητον.σεμνότητα ἀποπνεουσαι, αἱ μορφαι τῶν μεγάλων Πατέρων, τοῦ Ἀδελφοθεου, τοῦ Βασιλείου, τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Θεολόγου, καὶ ἐφαινοντο ὡς νὰ ἐχαιρον διότι ἐμελλον ν᾿ ἀκούσωσι καὶ πάλιν τὰς εὐχας καὶ τοὺς ὕμνους τῆς Εὐχαριστίας, οὖς αὐτοὶ ἐν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δέ, καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτός, εἰκονιζετο περιτεχνως ὅλον τὸ Δωδεκαορτον καὶ τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων, καὶ ἡ βρεφοκτονία, καὶ οἱ κόλποι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὁ λῃστὴς ὁ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὁμολογήσας.
Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸ Κάστρον καὶ εἰσηλθον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, τόσον θάλπος ἐθώπευσε τὴν ψυχήν των, ὥστε, ἂν καὶ ἦσαν κατάκοποι, ἂν καὶ ἐνυσταζον τινὲς αὐτῶν, ἠσθανθησαν τόσον τὴν χαράν του νὰ ζωσι καὶ τοῦ νὰ ἐχωσι φθάσει αἰσίως εἰς τὸ τέρμα τῆς πορείας των, εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κύριου, ὥστε τοὺς ἔφυγε πᾶσα νύστα καὶ πᾶσα κόπωσις. Οἱ αἰπόλοι, εὑρόντες ἐνασχόλησιν καὶ πρόφασιν ὅπως καπνιζωσι καθήμενοι, καὶ ἐνίοτε ὅπως ἐξαπλωνωνται καὶ κλεπτωσιν ἀπὸ κανέναν ὕπνον τυλιγμένοι μὲ τὲς καππες τῶν παρὰ τὸ πῦρ, εἶχον ἀνάψει ἔξω δυὸ πυρσούς, τὸν ἕνα ἔμπροσθεν τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, τὸν ἄλλον πρὸς τὸ βόρειον μέρος. Ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἡ θερμότης ἦτο λίαν εὐάρεστος, τὴ βοήθεια τῶν ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν πυρῶν.


Καὶ εἶχον σωρεύσει πάμπολλας δέσμας ξηρῶν ξύλων καὶ κλάδων οἱ ἐκεῖ καταφυγοντες αἰπόλοι, μὲ τὰς ὀλιγας αἶγας καὶ τὰ ἐρίφιά των, ὅσα δὲν εἶχον ψοφήσει ἀκόμη ἀπὸ τὸν βαρὺν χειμῶνα τοῦ ἔτους ἐκεινοῦ, οἱ τραχεῖς αἰπόλοι, οἵτινες εἶχον σώσει καὶ τοὺς δυὸ ὑλοτόμους ἐκ τοῦ ἀποκλεισμοῦ τῆς χιονος. Καὶ εἰτα ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν εὐλογητὸν καὶ ἐψάλη ἡ λιτὴ τῆς μεγαλοπρεποῦς ἑορτῆς, μεθ᾿ ὃ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἤρχισε τὰς ἀναγνώσεις, καὶ ὅσοι ἦσαν νυστασμενοι, ἀπεκοιμήθησαν σιγὰ εἰς τὰ στασίδιά των (ἄ! ἐμελλον ἄρα τοῦ Προφητάνακτος οἱ θεσπέσιοι ὕμνοι ἀπὸ ψαλμῶν νὰ καταντήσωσιν ἀνάγνωσις νυστακτική, καὶ ὡς ἀνάγνωσις νὰ παραλείπωνται ὅλως, ὡς φορτικόν τι καὶ παρέλκον!), βαυκαλιζόμενοι ἀπὸ τὴν ἔρρινον καὶ μονότονον ἀπαγγελίαν τοῦ κὺρ Ἀλεξανδρῆ. Ὁ ἀγαθὸς γέρων ἦτο ἐκ τοῦ ἀμίμητου ἐκείνου τύπου τῶν ψαλτῶν, ὧν τὸ γένος ἐξελιπε δυστυχῶς σήμερον. Ἔψαλλε κακῶς μέν, ἀλλ᾿ εὐλαβῶς καὶ μετ᾿ αἰσθήματος. Κανὲν σχεδὸν κῶλον δὲν ἔλεγεν ὀρθῶς, οὔτε μουσικῶς, οὔτε γραμματικῶς. Πότε ἣν καὶ ἥμισυ κῶλον τὰ ἥνου εἰς ἕν, πότε δυὸ καὶ ἥμισυ τὰ διήρει εἰς τέσσαρα. Ἀλλὰ προκριτωτέρα ἡ ἀμάθεια τῆς δοκησισοφίας...
Ἀλλ᾿ ὀτε ὁ ἱερεὺς ἐξελθων ἔψαλε τὸ «Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, ποὺ ἐγεννηθη ὁ Χριστός», τότε αἱ μορφαὶ τῶν Ἅγίων ἐφανησαν ὡς νὰ ἐφαιδρυνθησαν εἰς τοὺς τοίχους. «Ἀκολουθησωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ», καὶ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἐνθουσιῶν ἔλαβε τὴν ὑψηλὴν καλάμην καὶ ἔσεισε τὸν πολυέλεον μὲ τὰς λαμπάδας ὅλας ἀνημμένας. «Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἀκαταπαύστως ἐκεῖ», καὶ ἐσεισθη ὁ ναὸς ὅλος ἀπὸ τὴν βροντώδη φωνὴν τοῦ παπα-Φραγκούλη μετὰ πάθους ψάλλοντος: «Δόξα ἐν ὑψιστοις λέγοντες τῷ σήμερον ἐν σπηλαιῳ τεχθεντι», καὶ οἱ ἄγγελοι οἱ ζωγραφιστοί, οἱ περικυκλοῦντες τὸν Παντοκράτορα ἄνω εἰς τὸν θόλον, ἔτειναν τὸ οὖς, ἀναγνωρισαντες οἰκεῖον αὐτοὶς τὸν ὕμνον.
Καὶ εἰτα ὁ ἱερεὺς ἐπῆρε καιρὸν καὶ ἤρχισε νὰ προσφέρῃ τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως.


Αἴφνης ἠκούσθησαν φωναὶ ἔξωθεν τοῦ ναοῦ. Ἐξηλθον τινὲς τῶν ἀνδρῶν νὰ ἴδωσι τί τρέχει. Ἐξῆλθε κι ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ, κι ὁ κὺρ Ἀλεξανδρης ἔμεινε μὲ τὰ γυαλιὰ εἰς τὰ ὄμματα, βλέπων πρὸς τὴν θύραν ἀριστερά του, καὶ διέκοψε τὴν ψαλμῳδίαν του. Ὁ παπὰς ἔρριψεν αὐστηρὸν βλέμμα πρὸς τὸν ψαλτην καὶ τὸν ἐκαρφωσεν εἰς τὴν θέσιν του.
τὰς φωνας εἶχον ρηξει ὁ εἷς τῶν αἰπόλων καὶ ὁ εἷς τῶν ὑλοτόμων, οἵτινες ἔτυχον καθήμενοι παρὰ τὸν πυρσόν, ἀνατολικως τοῦ ναισκου. Δία τῶν φωνῶν τούτων εἶχον ἀπαντήσει εἰς τίνας κραυγὰς ἐλθούσας ἀπ᾿ ἀντίκρυ, ἐκ τῆς θαλάσσης.
Ἐκεῖ, ἐν μέσῳ τοῦ Κάστρου καὶ τῆς βραχώδους ἀκτῆς τοῦ Κουρουπη, ἐσχηματίζετο ἐπισφαλὴς ὅρμος, ὁ Μικρὸς Γιαλός. Αἱ κραυγαι ἠρχοντο ἀκριβῶς ἐκ τῆς γειτονιᾶς τῶν ἀπεσπασμένων βράχων καὶ σκοπέλων, ὑπὸ τὴν φοβερὰν ἀκτὴν τοῦ Κουρουπῆ.
Παρῆλθε πολλὴ ὥρα ἕως οὐ ἐννοησωσι τί τρέχει. Ὅλοι σχεδὸν οἱ ἐκκλησιαζόμενοι εἶχον ἐξέλθει τοῦ ναοῦ. Ἔμειναν μόνοι ὁ ἱερεύς, ὅστις ἐκρατεῖτο ἀκλόνητος εἰς τὸ χρέος του, φορεμενος ἤδη τὰ ἱερὰ ἄμφια, ἑτοιμαζόμενος νὰ προσέλθη εἰς τὴν προσκομιδήν, καὶ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρης, τὸν ὁποῖον ἐκρατει τὸ βλέμμα τοῦ ἱερέως.
Ἐν τουτοις, κατ᾿ εἰκασίαν μᾶλλον ἡ ἐκ βεβαιας πληροφορίας, ἐνοησαν ὅτι ἐκεῖ, ὑπὸ τὸν Κουρουπη, εἶχε προσαράξει πλοῖον ἀπὸ τοῦ πελάγους ἐρχόμενον. Ἡ σελήνη εἶχε δύσει καὶ ὁ πυρσὸς δὲν ἐρριπτε πόρρω τὸ φῶς. Ἐβλεπον ἀμυδρῶς ἐκεῖ ἀπέναντι, εἰς ἀπόστασιν μιλιοῦ σχεδόν, ἐπὶ τοῦ μαυρισμένου ὄγκου τῶν ἁλικτυπων βράχων, ἐβλεπον σῶμα τί ἀμυδρῶς κινούμενον, μελανωτερον τῶν βράχων.

Ἀντηχοῦν ἐν τῇ σιγῇ τῆς νυκτός, μεγεθυνομεναι ἀπὸ τὰς ἠχοῦς, κραυγαι ἀγωνιᾷς καὶ ταραχῆς, ὅμοιαι μ᾿ ἐκεινας τὰς ὁποίας ἐκχυνουσι κινδυνεύοντες ἄνθρωποι ἡ ναυαγοὶ σαστισμένοι.
Οἱ ἄνδρες ἔσπευσαν νὰ ῥίψωσιν ἐπὶ τῆς πυρᾶς ὅσα κλαδιὰ εἶχον πρόχειρα ἀκόμη, σχηματίζοντες ὀγκωδεστέραν τὴν φλόγα. Ἄλλο μέσον βοήθειας δὲν εἶχον ταχύ.
Ἐν τουτοις, ὁ Στεφάνης ὁ πορθμεὺς καὶ ὁ Μπάντας καὶ ὁ Νυφιωτης ὁ Γιάννης καὶ ὁ Ἀργυρῆς καὶ ὁ ἀδελφός του ἔλαβον ἀνὰ ἕνα δαυλὸν καὶ τὰ δυὸ φανάρια, καὶ ἀπεφασισαν νὰ κατελθωσι τρέχοντες εἰς τὸν Μικρὸν Γιαλόν. Ἀλλ᾿ ἐὰν ὁ κρημνώδης ὀρμίσκος δὲν ἦτο χιονισμένος, θὰ ἐχρειαζετο σχεδὸν ἠμίσεια ὥρα διὰ νὰ κατέλθῃ τις ἐκεῖ ἀπὸ τὸ Κάστρον, καὶ τώρα ὅπου ἦτο χιονισμένος, καὶ ἦτο νύξ, τρίτη ὥρα μετὰ τὰ μεσανυκτα, οὔτε μία ὥρα δὲν θὰ ἤρκει. Εἰς μίαν δὲ ὥραν ἠδύναντο νὰ κατασυντριβῶσι δεκάδες πλοίων καὶ νὰ πνιγῶσιν ἑκατοντάδες ἀνθρώπων.
Οὐχ ἧττον οἱ ἄξεστοι ἐκεῖνοι ἄνθρωποι, ἐκ τῆς αὐθορμήτου ἐκεινῆς φιλανθρωπίας, ἥτις εἶναι οἰονεὶ φυσικὴ ὁρμή, ὡς συμπάθεια τῆς σαρκὸς πρὸς τὴν σάρκα, καὶ εἶναι τὸ πρώτον καὶ τελευταῖον αἴσθημα τὸ συγκινοῦν τὴν καρδίαν, μετὰ τὴν πρώτην ἔκπληξιν, καὶ πρὶν προφθασασα πνεύση ἡ παγερὰ πνοὴ τῆς φιλαυτίας καὶ ἀδιαφορίας, οἱ ἄνθρωποι, λέγω, ἐκεῖνοι ἔλαβον τοὺς δαυλούς των καὶ ἔτρεξαν ἔξω τῆς πύλης καὶ τῆς γέφυρας, καὶ ἤρχισαν νὰ τρέχωσι τὸν κατήφορον.
Οἱ λοιποί, μειναντες ἐπάνω, ἠσχολοῦντο ν᾿ ἀνανέωσιν ὁλονεν τὴν φλόγα, μὴ παύοντες νὰ ριπτωσι ξηρὰ κλαδιὰ εἰς τὸ πῦρ.


Ὁ ἱερεὺς ἐβραδυνεν ἐπίτηδες εἰς τὴν πρόθεσιν, κι ἐμνημόνευσε τὴν πρωίαν ἐκείνην ὅσα ὀνόματα εἶχεν ἀαθᾳμένα, οὗ μόνον τὰ ἰδικά του καὶ τῶν ἐλθόντων πανηγυριστῶν, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἐνοριτῶν του, οὗ μόνον ὅσα εἶχε γραπτά, ἀλλὰ καὶ ὅσα ἐκ μνήμης ἐγνωριζεν ἐγνώριζε δ᾿ ἐκ μνήμης ὅλα τὰ ὀνόματα τῆς πολίχνης, ἀαθᾳμένα καὶ ζωντανά. Ἐδεήθη καὶ ὑπὲρ διασώσεως τοῦ κινδυνεύοντος πλοίου, περὶ οὔ, χωρὶς νὰ ζητήσῃ ἐξήγησιν, ἀμέσως εἶχεν ἐννοήσει τὰ συμβάντα.
Τέλος, αἱ κραυγαι μικρὸν κατὰ μικρὸν ἔπαυσαν, ἡσυχία ἐπῆλθεν. Ἐφάνη ὅτι βωβὴ συμφορὰ εἶχεν ἐνσκήψει ἡ ὅτι ἡ δυσχέρεια ἔλαβε πέρας. Δυὸ ἄλλοι ἄνδρες ἀνησυχησαντες ἐξηλθον ἕως τὴν Ἅγιαν Κυριακήν, πέραν τῆς ξύλινης γέφυρας, μὲ δυὸ πυρσοὺς εἰς τὰς χεῖρας.
Παρῆλθεν ὀλίγη ὥρα· ὁ ἱερεὺς ἀργὰ ἀργὰ ἐμβῆκεν εἰς τὴν λειτουργίαν, ἐλπίζων νὰ ἤρχοντο ἐν τῷ μεταξὺ καὶ οἱ ἀπόντες. Ἀλλ᾿ ἡ λειτουργία προυχώρει καὶ ψυχὴ δὲν ἐφαινετο. Τέλος, εἰς τὸ «Μετὰ φόβου Θεοῦ», ἐπέστρεψαν πρῶτοι οἱ τελευταῖοι ἐξελθοντες πρὸς ἐπισκόπησιν, εἶτα εἰσῆλθεν ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ καταβάντες εἰς τὸν αἰγιαλόν, καὶ μετ᾿ αὐτὸν τρεῖς ἄγνωστοι μὲ ναυτικὰ ἐνδύματα καὶ μὲ κηρωτοὺς ἐπενδύτας. Ἔφθασαν ὅλοι ἀκριβῶς ὅπως ἀσπασθῶσι τὰς εἰκόνας καὶ λάβωσι τὸ ἀντίδωρον.
Ἐνῷ ὁ κυρ-Ἀλεξανδρὴς ἀνεγίνωσκε τὸ «Εὐλογήσω τὸν Κύριον», οἱ ἄνδρες ἐξηγοῦντο ταπεινῇ τῇ φωνῇ τὰ συμβάντα. Τὸ ἐξοκεῖλαν πλοῖον ἦτο τὸ γολεττὶ τοῦ καπετὰν Κωσταντῆ τοῦ Λημνιαραίου, αὐτοπροσώπως παρόντος ἐκεῖ. Ὁ ἴδιος, ἀνὴρ μεσῆλιξ, βραχὺς τὸ σῶμα, μὲ ἁδρὸν μύστακα, διηγεῖτο τὰ ἑξῆς: Πρὸ δυὸ ἡμερῶν ἦτο προσορμισμένος εἰς τὴν Δάφνην, τὸν μεσημβρινὸν ὅρμον τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλ᾿ ὁ βορειᾶς τὸν ἐζούριασε, αἱ ἁλυσίδες τῶν ἀγκυρῶν του ἐκόπησαν ὑπὸ τῆς βίας τοῦ ἀνέμου, καὶ παρεσύρθη διὰ μιᾶς δέκα μίλια μακράν. Μάτην προσεπάθησε μὲ ὅλας τὰς δυνάμεις του νὰ προσεγγίσῃ εἰς τὸν Κωφόν, τὸν γνωστὸν ὅρμον τῆς Συκιᾶς, τοῦ μεσαίου λαιμοῦ τῆς Χαλκιδικης, ὅπου ἅμα εἰσπλεύσῃ τις, δὲν βλέπει πλέον πόθεν εἰσέπλευσεν, ἀλλ᾿ ὅπου δυσκολως εἰσπλέει τις. Ὁ ὅρμος ὁμοιάζει μὲ λίμνην μεσόγειον, μὴ ἔχουσαν ὁρατὸν στόμιον, τόσον εἶναι ἀσφαλής. Καὶ τὸ γολεττι, ζυλαρμενον, μετὰ ματαιας προσπαθείας, παρεσύρθη ὑπὸ τῆς τρικυμίας πρὸς τὰς νήσους, ὅπου, τὴν νύκτα ἐκείνην τῶν Χριστουγέννων, οἱ ἀγωνιῶντες ναυβαται εἶδον ἔξαφνα φῶς, ὡς φάρον ὁδηγοῦντα αὐτούς, τοὺς πυρσούς, οὖς εἶχον ἀνάψει ἔμπροσθεν τοῦ ναΐσκου τοῦ Χριστοῦ οἱ τραχεῖς αἰπόλοι. Ὁ πυρσὸς ἐκεῖνος ἐφάνη πρὸς αὐτοὺς ὡς θεῖον πράγματι θαῦμα, ὡς νὰ ἐθερμαίνοντο περὶ αὐτὸν ἀγραυλοῦντες οἱ ποιμένες ἐκεῖνοι, οἱ ἀκούσαντες τὸ «Δόξα ἐν ὑψιστοις». Ἐπλησίασαν, φερόμενοι μᾶλλον ἡ πλέοντες, πρὸς τὸ μέρος τοῦτο, καὶ τότε ἐκινδύνευσαν νὰ κατασυντριβωσιν εἰς τοὺς βράχους τοῦ Κουρουπη. Εὐτυχῶς, δι᾿ ἐπιτήδειου χειρισμοῦ ἀπεφυγον τὴν καταστροφὴν κι ἐκαθισαν τὸ σκάφος εἰς τὰ ρηχά, ἐπὶ τῆς ἄμμου, ὅπου τόσον καλὰ ἦτο ἐξησφαλισμενον, ὅσον δὲν ἠδυνατο νὰ εἶναι μὲ τὰς δυὸ ἄγκυράς του, τὰς μεινασας ὡς ὁμήρους εἰς τὸν βυθὸν τοῦ ὅρμου τῆς Δάφνης.


Ἔφεξεν ὁ Θεὸς τὴν χαρμόσυνον ἡμέραν, καὶ οἱ αἰπόλοι ἐφιλοτιμηθησαν νὰ σφαξωσι καὶ ψησωσι δυὸ τρυφερὰ ἐρίφια, ἐνῷ οἱ δυὸ ὑλοτόμοι εἶχαν φέρει ἀπὸ τὸ βουνὸν πολλὰς δωδεκάδας κοσσύφια ἀλατισμένα· καὶ ὁ καπετὰν Κωσταντὴς ἀνεβίβασεν ἀπὸ τὸ γολεττί, τὸ ὁποῖον οὐδένα κίνδυνον διετρεχεν ὅπως ἦτο καθισμένον, ἂν δὲν ἔπνεε νότος ἀπὸ τῆς ξηρᾶς νὰ τὸ ἀπώθηση πρὸς τὸ πέλαγος, ἀνεβιβασε δυὸ ἀσκοὺς γενναίου οἴνου καὶ ἐν καλαθῶν μὲ αὐγὰ καὶ κχσκχβαλι τῆς Αἴνου, καὶ ἡμισείαν δωδεκάδα Ὄρνιθας καὶ μικρὸν βυτίον μὲ σκομβρία. Καὶ ἐφαγον πάντες καὶ ηὐφρανθησαν, ἑορτάσαντες τὰ Χριστούγεννα μετὰ σπανίας μεγαλοπρέπειας ἐπὶ τοῦ ἐρήμου ἐκείνου βράχου. Τὴν νύκτα ἐκοιμήθησαν ἐν μέσῳ ἀφθόνων πυρῶν, μὲ ἀρκετὰ δὲ σκεπάσματα καὶ καπποτες, ὅσα καὶ οἱ ἐκ τῆς πολίχνης πανηγυρισται εἶχαν φέρει μεθ᾿ ἑαυτῶν, καὶ οἱ αἰγοβοσκοὶ εἶχαν εἰς τὸ Κάστρον, καὶ ὁ ἐκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης ἐκομισεν ἀπὸ τὸ πλοῖον του.

Τὴν ἐπαύριον ὁ ἄνεμος ἐκόπασε, τὸ ψῦχος ἠλαττώθη πολύ, καὶ ἐπωφελούμενοι τὴν ἀνακωχὴν τοῦ χειμῶνος, ἀπεφασισαν ν᾿ ἀπέλθωσιν. Ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς καὶ ὁ υἱός του μετὰ δυὸ ἄλλων βοηθῶν ἐπανῆλθον εἰς τὴν μικρὰν ἀμμουδιὰν ὑπὸ τὰ Μποστάνια, καθείλκυσαν τὴν λέμβον, ἐπέβησαν αὐτῆς, καὶ κάμψαντες τὸ Κάστρον, τὴν ἔφεραν ἀπὸ σοφρὰν εἰς τὸ βορειοανατολικὸν μέρος. Τὴ βοήθεια τῆς δυνατῆς βάρκας τοῦ μπαρμπα-Στεφανῆ καὶ τῆς μικρᾶς φελούκας τοῦ Λήμνιου κυβερνήτου, τόσοι βραχίονες συμπονήσαντες, δὲν ἐβραδυναν νὰ ξεκαθισωσιν ἀπὸ τὴν ἄμμον τὸ γολέττι, τὸ ὁποῖον δὲν εἶχε πάθει τίποτε, ἀλλ᾿ ἐφαινετο ὡς μαλακῶς πλαγιασμένον καὶ ἀναπαυόμενον κατόπιν πολλῶν κοπῶν. Καὶ ἀποχαιρετισαντες τοὺς αἰπόλους, ἐπεβιβάσθησαν οἱ μὲν εἰς τὸ γολεττι, οἱ δὲ εἰς τὴν βαρκαν, πότε ρυμουλκούμενην, πότε ρυμουλκοῦσαν, καὶ μὲ ἱστία καὶ μὲ κωπας πλέοντες, διὰ τῆς βορειανατολικης ὁδοῦ τὴν φορᾶν ταύτην, ὡς συντομωτερας καὶ εὐπλοώτερας εἰς τὴν κάθοδον, ἔφθασαν αἰσίως εἰς τὴν πολίχνην.